Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
able /ˈeɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ικανός, δυνάμενος, αρμόδιος, άξιος, όποιος μπορεί να, όποιος καταφέρνει, όποιος κατορθώνει, όποιος είναι στη θέση να; USER: ικανός, θέση, σε θέση, μπορούν, μπορεί

GT GD C H L M O
about /əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον; PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω; USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το

GT GD C H L M O
acclaimed /əˈkleɪm/ = VERB: επευφημώ, αποθεώνω, ανακηρύσσω; USER: αναγνωρισμένη, φήμης, καταξιωμένος, αναγνωρισμένο, φημισμένη

GT GD C H L M O
after /ˈɑːf.tər/ = ADVERB: μετά, αφού, κατόπιν; USER: μετά, αφού, μετά από, μετά την, μετά τη, μετά τη

GT GD C H L M O
age /eɪdʒ/ = NOUN: ηλικία, εποχή; VERB: γηράσκω, γερνώ, παλαιώνω; USER: ηλικία, εποχή, ηλικίας, την ηλικία, ετών

GT GD C H L M O
alarming /əˈlɑː.mɪŋ/ = ADJECTIVE: ανησυχητικός, τρομακτικός; USER: ανησυχητικός, ανησυχητική, ανησυχητικό, ανησυχητικά, ανησυχητικές

GT GD C H L M O
all /ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες; NOUN: το όλο; ADVERB: όλως; USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο

GT GD C H L M O
almost /ˈɔːl.məʊst/ = ADVERB: téměř, skoro; USER: σχεδόν, περίπου, σχεδόν σε, σχεδόν το, σχεδόν το

GT GD C H L M O
alone /əˈləʊn/ = ADJECTIVE: μόνος; USER: μόνος, μόνο, μόνη, και μόνο, μόνη της, μόνη της

GT GD C H L M O
already /ɔːlˈred.i/ = ADVERB: ήδη, από τώρα; USER: ήδη, έχουν ήδη, που έχουν ήδη, έχει ήδη, που ήδη, που ήδη

GT GD C H L M O
amassed /əˈmæs/ = VERB: συσσωρεύω, συγκεντρώνω, συσσωρεύω πλούτη; USER: συσσωρεύσει, συγκεντρώσει, συγκέντρωσε, μαζέψει, συγκεντρωθεί

GT GD C H L M O
an /ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας; USER: ένα, μια, ένας, μία, η

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
apparent /əˈpær.ənt/ = ADJECTIVE: φαινόμενος, φαινομενικός, φανερός; USER: φαινομενικός, φαινόμενος, εμφανής, προφανές, εμφανή, εμφανή

GT GD C H L M O
applause /əˈplɔːz/ = NOUN: χειροκροτήματα, επιδοκιμασία, επευφημία; USER: χειροκροτήματα, χειροκρότημα, επιδοκιμασία

GT GD C H L M O
are /ɑːr/ = NOUN: εκτάριο; VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι; USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι

GT GD C H L M O
around /əˈraʊnd/ = ADVERB: γύρω, τριγύρω; USER: γύρω, γύρω από, περίπου, όλο, σε όλο, σε όλο

GT GD C H L M O
article /ˈɑː.tɪ.kl̩/ = NOUN: άρθρο, αντικείμενο, είδος, πράγμα; USER: άρθρο, αντικείμενο, άρθρου, το άρθρο, του άρθρου

GT GD C H L M O
artifacts /ˈɑː.tɪ.fækt/ = NOUN: τεχνούργημα; USER: αντικείμενα, εκθέματα, τεχνήματα, έργα τέχνης, τεχνουργήματα

GT GD C H L M O
artificial /ˌɑː.tɪˈfɪʃ.əl/ = ADJECTIVE: τεχνητός; USER: τεχνητός, τεχνητή, τεχνητό, τεχνητά, τεχνητές

GT GD C H L M O
as /əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή; USER: ως, καθώς, όπως, και, και

GT GD C H L M O
astonishing /əˈstɒn.ɪ.ʃɪŋ/ = ADJECTIVE: εκπληκτικός; USER: εκπληκτικός, εκπληκτική, εκπληκτικό, εκπληκτικά, εκπληκτικές

GT GD C H L M O
at /ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν; NOUN: παπάκι; USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε

GT GD C H L M O
audio /ˈɔː.di.əʊ/ = USER: audio, ήχου, ήχο, ήχος, ακουστικά

GT GD C H L M O
away /əˈweɪ/ = ADVERB: μακριά; NOUN: απών; USER: μακριά, φιλοξενούμενη, πόδια, σέντρα, περάσει, περάσει

GT GD C H L M O
back /bæk/ = ADVERB: πίσω, οπίσω, όπισθεν; NOUN: πλάτη, βάθος, νώτα, κώλος; VERB: υποστηρίζω, οπισθοχωρώ; USER: πίσω, πλάτη, back, πίσω μέρος, επιστροφή, επιστροφή

GT GD C H L M O
bad /bæd/ = ADJECTIVE: κακός; USER: κακός, κακή, κακό, κακές, άσχημα

GT GD C H L M O
ball /bɔːl/ = NOUN: μπάλα, σφαίρα, μπίλια, τόπι, χοροεσπερίδα, χοροεσπερίς; USER: μπάλα, σφαίρα, πάσα, τη μπάλα, μπάλας

GT GD C H L M O
based /-beɪst/ = VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση; USER: βάση, βασίζονται, με βάση, βασίζεται, βάσει

GT GD C H L M O
be /biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι; USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα

GT GD C H L M O
because /bɪˈkəz/ = CONJUNCTION: επειδή, διότι; USER: επειδή, διότι, λόγω, γιατί, γιατί

GT GD C H L M O
become /bɪˈkʌm/ = VERB: γίνομαι, πάω, καθίσταμαι, αποβαίνω, καταλήγω, αρμόζω; USER: να γίνει, γίνει, γίνονται, γίνουν, καταστεί, καταστεί

GT GD C H L M O
becoming /bɪˈkʌm.ɪŋ/ = ADJECTIVE: ταιριαστός, θελκτικός; USER: να γίνει, γίνει, όλο και, γίνεται, όλο

GT GD C H L M O
befitting /bɪˈfɪt/ = ADJECTIVE: αρμόζων; USER: make-up, αρμόζουν, αρμόζει, που αρμόζει, που αρμόζουν

GT GD C H L M O
better /ˈbet.ər/ = ADVERB: καλύτερα, προτιμότερο; ADJECTIVE: καλύτερος, μεγαλύτερος, καταλληλότερος; VERB: καλυτερεύω, βελτιώνω; NOUN: αυτός που στοιχηματίζει; USER: καλύτερα, καλύτερος, καλύτερη, καλύτερο, καλύτερες

GT GD C H L M O
bias /ˈbaɪ.əs/ = NOUN: προκατάληψη, κλίση, προτίμηση, δυναμικό πολώσεως; ADVERB: λοξώς; VERB: προκαταλαμβάνω, προδιαθέτω, δημιουργώ προκατάληψη; USER: προκατάληψη, μεροληψία, μεροληψίας, προκαταλήψεις, πόλωσης

GT GD C H L M O
bible /ˈbaɪ.bl̩/ = NOUN: βίβλος, άγια γραφή; USER: Αγία Γραφή, Βίβλος, Γραφή, bible, Βίβλο

GT GD C H L M O
bibliomania = NOUN: βιβλιομανία, πάθος συλλογής βιβλίων; USER: βιβλιομανία, πάθος συλλογής βιβλίων,

GT GD C H L M O
bibliophile /ˈbɪb.li.ə.faɪl/ = NOUN: βιβλιόφιλος; USER: βιβλιόφιλος, βιβλιόφιλου, βιβλιόφιλο, βιβλιοφιλική, bibliophile

GT GD C H L M O
billion /ˈbɪl.jən/ = NOUN: δισεκατομμύριο; USER: δισεκατομμύριο, δισ., δισεκατομμύρια, δισεκατομμυρίων, δισ. ευρώ

GT GD C H L M O
billions /ˈbɪl.jən/ = NOUN: δισεκατομμύριο; USER: δισεκατομμύρια, δισεκατομμυρίων, τα δισεκατομμύρια, δις, δισ.

GT GD C H L M O
books /bʊk/ = NOUN: βιβλίο; VERB: εγγράφω; USER: βιβλία, τα βιβλία, βιβλίων, books, βιβλία που, βιβλία που

GT GD C H L M O
brimming /brɪm/ = VERB: ξεχειλίζω; USER: ξεχειλίζει, γεμάτο, γεμάτα, ξεχειλίζει από, γεμάτοι

GT GD C H L M O
building /ˈbɪl.dɪŋ/ = NOUN: κτίριο, οικοδομή; USER: κτίριο, κτιρίου, κτήριο, οικοδόμηση, κτηρίου

GT GD C H L M O
business /ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση; USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχείρησή, επιχειρήσεις

GT GD C H L M O
businesses /ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση; USER: επιχειρήσεις, επιχειρήσεων, τις επιχειρήσεις, οι επιχειρήσεις, των επιχειρήσεων

GT GD C H L M O
but /bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις; PREPOSITION: εκτός; USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η

GT GD C H L M O
by /baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό; ADVERB: δίπλα, πλησίον; USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον

GT GD C H L M O
called /kɔːl/ = VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι; USER: που ονομάζεται, ονομάζεται, καλείται, ονομάζονται, κάλεσε, κάλεσε

GT GD C H L M O
can /kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές; USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν

GT GD C H L M O
capabilities /ˌkāpəˈbilitē/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα; USER: δυνατότητες, ικανότητες, δυνατοτήτων, ικανοτήτων, τις δυνατότητες

GT GD C H L M O
change /tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή; VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω; USER: αλλαγή, μεταβολή, αλλάξετε, αλλάξει, αλλάξουν

GT GD C H L M O
changed /tʃeɪndʒd/ = VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω; USER: άλλαξε, αλλάξει, άλλαξαν, αλλάζει, μεταβληθεί

GT GD C H L M O
cheering /ˈtʃɪə.rɪŋ/ = NOUN: επευφημίες, ζητωκραυγή; ADJECTIVE: ενθαρρυντικός; USER: επευφημίες, ενθαρρυντικός, πανηγυρίζουν, φωνάζει το όνομα, φωνάζει το όνομα του

GT GD C H L M O
chinese /ˈtʃaɪ.nə/ = NOUN: κινέζικα, Κινέζος; ADJECTIVE: κινέζικος, σινικός; USER: κινέζικα, Κινέζος, κινέζικο, κινεζική, chinese

GT GD C H L M O
chunk /tʃʌŋk/ = NOUN: μεγάλο κομμάτι, χόνδρος τεμάχιο; USER: μεγάλο κομμάτι, κομμάτι, χοντρό κομμάτι, τεμάχια κηρήθρας

GT GD C H L M O
cities /ˈsɪt.i/ = NOUN: πόλη, μεγαλούπολη, άστυ; USER: πόλεις, πόλεων, τις πόλεις, πόλεις της, πόλεις της

GT GD C H L M O
climate /ˈklaɪ.mət/ = NOUN: κλίμα; USER: κλίμα, κλίματος, του κλίματος, κλιματική, κλιματικής

GT GD C H L M O
collector /kəˈlek.tər/ = NOUN: συλλέκτης, εισπράκτορας, εισπράκτωρ; USER: συλλέκτης, συλλέκτη, συλλογής, συλλεκτών, συλλεκτικά

GT GD C H L M O
common /ˈkɒm.ən/ = ADJECTIVE: κοινός, συνηθισμένος, ομαδικός, πρόστυχος; NOUN: βοσκότοπος; USER: κοινός, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών, κοινών

GT GD C H L M O
companies /ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή; USER: εταιρείες, επιχειρήσεις, εταιρίες, οι εταιρείες, εταιρειών

GT GD C H L M O
conference /ˈkɒn.fər.əns/ = NOUN: διάσκεψη, συνδιάσκεψη, σύσκεψη; USER: διάσκεψη, συνδιάσκεψη, συνέδριο, συνέντευξη, διάσκεψης

GT GD C H L M O
conversation /ˌkɒn.vəˈseɪ.ʃən/ = NOUN: συνομιλία, συζήτηση, κουβέντα, συνδιάλεξη, συνδιάλλαξη; USER: συνομιλία, συζήτηση, κουβέντα, συνομιλίας, συζήτησης, συζήτησης

GT GD C H L M O
country /ˈkʌn.tri/ = NOUN: χώρα, πατρίδα, εξοχή, ύπαιθρος, πατρίς; ADJECTIVE: εξοχικός, χωριάτικος; USER: χώρα, χώρας, χωρών, τη χώρα, χώρες

GT GD C H L M O
covets /ˈkʌv.ɪt/ = VERB: επιθυμώ, εποφθαλμιώ, λιμπίζομαι, ορέγομαι; USER: εποφθαλμιά, ποθεί την, covets, ποθεί,

GT GD C H L M O
created /kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω; USER: Δημιουργία, δημιουργήθηκε, δημιουργείται, δημιουργούνται, δημιούργησε, δημιούργησε

GT GD C H L M O
crowd /kraʊd/ = NOUN: πλήθος, όχλος; VERB: συνοστίζομαι, στοιβάζω, στριμώχνω, συνωστίζομαι, συνωστίζω; USER: πλήθος, πλήθους, κοινό, κόσμος, όχλος, όχλος

GT GD C H L M O
crowds /kraʊd/ = NOUN: πλήθος, όχλος; VERB: συνοστίζομαι, στοιβάζω, στριμώχνω, συνωστίζομαι, συνωστίζω; USER: πλήθη, τα πλήθη, αγώνα, πλήθος, πολυκοσμία

GT GD C H L M O
crying /ˈkraɪ.ɪŋ/ = ADJECTIVE: κλαίων; NOUN: κλαυθμός; USER: κλαίων, κλάμα, κλαίει, να κλαίει, κλαίνε

GT GD C H L M O
curate /ˈkjʊə.rət/ = NOUN: βοηθός ιερέα; USER: βοηθός ιερέα, εφημέριου, επιμεληθούν, επιμελούνται, curate

GT GD C H L M O
day /deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα; USER: ημέρα, μέρα, την ημέρα, ημέρας, ημερών, ημερών

GT GD C H L M O
days /deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα; USER: ημέρες, μέρες, ημερών, τις μέρες, ημέρα, ημέρα

GT GD C H L M O
deadly /ˈded.li/ = ADVERB: θανάσιμα; ADJECTIVE: θανατηφόρος, θανάσιμος, φονικός, αμείλικτος, αδυσώπητος; USER: θανάσιμα, θανατηφόρος, θανάσιμος, θανατηφόρα, θανατηφόρο

GT GD C H L M O
deafening /ˈdef.ən.ɪŋ/ = VERB: κουφαίνω; USER: εκκωφαντική, εκκωφαντικό, εκκωφαντικός, εκκωφαντικές, εκκωφαντικών

GT GD C H L M O
decorate /ˈdek.ə.reɪt/ = VERB: διακοσμώ, χρωματίζω, στολίζω, κοσμώ, παρασημοφορώ; USER: διακοσμώ, διακοσμήσετε, διακοσμήσει, διακοσμήσουν, διακοσμούν

GT GD C H L M O
determines /dɪˈtɜː.mɪn/ = VERB: καθορίζω, προσδιορίζω, υπολογίζω, ορίζω, πείθω; USER: καθορίζει, προσδιορίζει, ορίζει, καθορίζει την, καθορίζει το

GT GD C H L M O
devoted /dɪˈvəʊ.tɪd/ = ADJECTIVE: αφιερωμένος; USER: αφιερωμένος, αφιερωμένο, αφιερωμένη, αφιερώνεται, αφιερωθεί

GT GD C H L M O
digital /ˈdɪdʒ.ɪ.təl/ = ADJECTIVE: ψηφιακό, ψηφιακός; USER: ψηφιακό, ψηφιακός, ψηφιακή, ψηφιακής, ψηφιακών

GT GD C H L M O
disease /dɪˈziːz/ = NOUN: ασθένεια, νόσος, νόσημα, αρρώστια; USER: νόσος, ασθένεια, νόσημα, νόσου, νόσο

GT GD C H L M O
don /dɒn/ = NOUN: υφηγητής, κύριος; USER: don, Δεν, Δον, Ντον, φορά, φορά

GT GD C H L M O
down /daʊn/ = ADVERB: κάτω, χάμω; NOUN: χνούδι, πούπουλο; USER: κάτω, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορισμό, καθορίζονται, καθορίζονται

GT GD C H L M O
dress /dres/ = NOUN: φόρεμα, φουστάνι, ενδυμασία; VERB: ντύνω, ενδύω, ενδύομαι; USER: φόρεμα, ντυσίματα, ντύσει, ντύνονται, ντύνομαι

GT GD C H L M O
editions /ɪˈdɪʃ.ən/ = NOUN: έκδοση; USER: εκδόσεις, εκδόσεων, τις εκδόσεις, Editions, Διοργανώσεις

GT GD C H L M O
electricity /ilekˈtrisitē,ˌēlek-/ = NOUN: ηλεκτρισμός; USER: ηλεκτρισμός, ηλεκτρικής ενέργειας, ηλεκτρική ενέργεια, ηλεκτρισμού, ηλεκτρικής

GT GD C H L M O
emotions /ɪˈməʊ.ʃən/ = NOUN: συγκίνηση; USER: συναισθήματα, συγκινήσεις, συναισθημάτων, τα συναισθήματα, συναισθήματά

GT GD C H L M O
enchanting /enˈCHant/ = ADJECTIVE: μαγευτικός; USER: μαγευτικός, μαγευτική, μαγευτικό, γοητευτικό, μαγευτικά

GT GD C H L M O
english /ˈɪŋ.ɡlɪʃ/ = ADJECTIVE: αγγλικός; NOUN: Εγγλέζος; USER: english, αγγλικά, αγγλική, Πρώτα αγγλικά, Αγγλικα, Αγγλικα

GT GD C H L M O
enigma /ɪˈnɪɡ.mə/ = NOUN: αίνιγμα; USER: αίνιγμα, Enigma, αινίγματος

GT GD C H L M O
enough /ɪˈnʌf/ = ADVERB: αρκετά; ADJECTIVE: αρκετός, κάμποσος; USER: αρκετά, αρκετός, αρκετό, αρκετή, αρκεί, αρκεί

GT GD C H L M O
entrepreneur /ˌɒn.trə.prəˈnɜːr/ = USER: επιχειρηματίας, επιχειρηματία, επιχειρηματίες, επιχειρηματιών

GT GD C H L M O
epic /ˈep.ɪk/ = NOUN: έπος; ADJECTIVE: επικός; USER: έπος, επικός, επική, επικό, επικές

GT GD C H L M O
etched /etʃ/ = VERB: χαράσσω με οξύ; USER: χαραγμένο, χαραγμένες, χαραγμένα, χαράζονται, χαράζεται,

GT GD C H L M O
ever /ˈev.ər/ = ADVERB: πάντα, πάντοτε, καμιά φορά, ενίοτε; USER: πάντα, ποτέ, συνεχώς, ολοένα, όλο, όλο

GT GD C H L M O
excited /ɪkˈsaɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: ερεθισμένος; USER: ερεθισμένος, ενθουσιασμένοι, ενθουσιασμένος, συγκινημένος, ενθουσιασμένη

GT GD C H L M O
exhibits /ɪɡˈzɪb.ɪt/ = NOUN: έκθεμα, πειστήριο; USER: εκθέματα, εκθεμάτων, τα εκθέματα, εκθέματα που, παρουσιάζει

GT GD C H L M O
explains /ɪkˈspleɪn/ = VERB: εξηγώ, διερμηνεύω; USER: εξηγεί, εξηγεί ο, εξηγείται, διευκρινίζει

GT GD C H L M O
exquisitely /ɪkˈskwɪz.ɪt/ = USER: εξαίσια, εξαιρετικά

GT GD C H L M O
fall /fɔːl/ = NOUN: πτώση, φθινόπωρο, άλωση, πέσιμο; VERB: πέφτω; USER: πτώση, εμπίπτουν, πέσει, εμπίπτει, πέφτουν

GT GD C H L M O
fascinated /ˈfasəˌnāt/ = ADJECTIVE: γοητευμένος, μαγεμένος; USER: γοητευμένος, συναρπάσει, γοητευμένοι, γοητεύεται, fascinated

GT GD C H L M O
firm /fɜːm/ = NOUN: εταιρεία, φίρμα, εμπορικός οίκος; ADJECTIVE: σταθερός, σφιχτός; USER: εταιρεία, επιχείρηση, επιχείρησης, σταθερή, εταιρείας

GT GD C H L M O
first /ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first; USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι

GT GD C H L M O
five /faɪv/ = USER: five-, five; USER: πέντε, από πέντε

GT GD C H L M O
food /fuːd/ = NOUN: τροφή, φαί, μωρός; USER: τροφή, τροφίμων, τρόφιμα, των τροφίμων, φαγητό, φαγητό

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
forms /fɔːm/ = NOUN: μορφή, φόρμα, σχήμα, τύπος, τρόπος, έντυπο υπόδειγμα; VERB: σχηματίζω, διαμορφώνω, συγκροτώ, μορφώ; USER: έντυπα, μορφές, εντύπων, φόρμες, μορφών

GT GD C H L M O
from /frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά; USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη

GT GD C H L M O
full /fʊl/ = ADJECTIVE: γεμάτος, χορτάτος, άρτιος, μεστός; VERB: γναφεύω, καθαρίζω και ετοιμάζω υφάσματα; USER: γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρης, πλήρες, πλήρες

GT GD C H L M O
future /ˈfjuː.tʃər/ = ADJECTIVE: μελλοντικός, μέλλων; NOUN: μέλλοντας, μέλλο; USER: μελλοντικός, μέλλον, μελλοντική, μελλοντικές, μελλοντικών

GT GD C H L M O
geeky

GT GD C H L M O
get /ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω; USER: πάρετε, να, πάρει, να πάρει, να πάρετε

GT GD C H L M O
gets /ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω; USER: παίρνει, γίνεται, παίρνει το, ανθρώπους, προσελκύει

GT GD C H L M O
giant /ˈdʒaɪ.ənt/ = NOUN: γίγαντας, γίγας; ADJECTIVE: θεόρατος; USER: γίγαντας, γίγαντα, γιγαντιαίο, γιγαντιαία, γιγάντιο

GT GD C H L M O
gives /ɡɪv/ = VERB: δίνω, δίδω; USER: δίνει, δίδει, παρέχει, εκδίδει, σας δίνει

GT GD C H L M O
glass /ɡlɑːs/ = NOUN: ποτήρι, ύαλος, κάτοπτρο, φακός, ποτήριο, γυαλλί; USER: ποτήρι, γυαλί, γυαλιού, γυάλινο, υάλου

GT GD C H L M O
global /ˈɡləʊ.bəl/ = ADJECTIVE: καθολικός, σφαιρικός; USER: παγκόσμια, παγκόσμιο, παγκόσμιων, παγκόσμιες, παγκόσμιας

GT GD C H L M O
glowing /ˈɡləʊ.ɪŋ/ = ADJECTIVE: λαμπερός, φλογερός; USER: λαμπερός, λαμπερό, ανάβει, καμμένος, λαμπερή

GT GD C H L M O
glows /ɡləʊ/ = VERB: λάμπω, φέγγω, πυρακτούμαι; USER: λάμπει, ανάβει, λάμψεις, ανάβει με, καίγεται

GT GD C H L M O
go /ɡəʊ/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω; USER: πάω, πηγαίνω, πάει, πάτε, πάνε, πάνε

GT GD C H L M O
goal /ɡəʊl/ = NOUN: τέρμα, γκολ, τελικός σκοπός; USER: γκολ, τέρμα, στόχος, στόχο, στόχου

GT GD C H L M O
good /ɡʊd/ = ADJECTIVE: καλός, αγαθός; USER: καλός, καλή, καλό, καλής, καλά, καλά

GT GD C H L M O
grade /ɡreɪd/ = NOUN: βαθμός, τάξη, βαθμολογία; VERB: βαθμολογώ; USER: βαθμός, τάξη, βαθμολογία, βαθμού, ποιότητας

GT GD C H L M O
grueling /ˈɡruː.ə.lɪŋ/ = ADJECTIVE: εξαντλητικός, κουραστικός; USER: κουραστικός, εξαντλητικός, εξαντλητικές, εξαντλητική, εξαντλητικό

GT GD C H L M O
gutenberg = USER: Gutenberg, Γουτεμβέργιου, του Γουτεμβέργιου, Γκούτενμπεργκ

GT GD C H L M O
harnessing = VERB: ετοιμάζω ίππον, προσδένω, χρησιμοποιώ; USER: αξιοποίηση, τιθάσευση,

GT GD C H L M O
has /hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει

GT GD C H L M O
have /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε

GT GD C H L M O
he /hiː/ = PRONOUN: αυτός; USER: αυτός, που, ότι, ο, θα, θα

GT GD C H L M O
helmet /ˈhel.mət/ = NOUN: κράνος, περικεφαλαία; USER: κράνος, κράνους, περικεφαλαία, το κράνος, κρανών

GT GD C H L M O
her /hɜːr/ = PRONOUN: αυτήν, αυτή, αυτής, δικό της, δικός της; USER: αυτήν, της, την

GT GD C H L M O
hidden /ˈhɪd.ən/ = ADJECTIVE: μυστικός, κεκρυμμένος; USER: κρυμμένο, κρυφή, κρυμμένα, κρυφές, κρυφό

GT GD C H L M O
high /haɪ/ = ADJECTIVE: υψηλός, μέγας, έξοχος; ADVERB: ψηλά; USER: υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό

GT GD C H L M O
him /hɪm/ = PRONOUN: αυτόν; USER: αυτόν, τον, του, σουτ, σουτ

GT GD C H L M O
himself /hɪmˈself/ = NOUN: λόφος; USER: ίδιος, εαυτό, τον εαυτό, ο ίδιος, τον εαυτό του

GT GD C H L M O
his /hɪz/ = PRONOUN: του, αυτού, δικός του, ιδικός του, ιδικός του

GT GD C H L M O
holds /həʊld/ = NOUN: αμπάρι, κύτος, κράτηση, πιάσιμο; VERB: κρατώ, κατέχω, συγκρατώ, διατηρώ, βαστάζω, πιάνω; USER: κατέχει, έχει, κάτοχος, κατέχει το, κρατά

GT GD C H L M O
hope /həʊp/ = NOUN: ελπίδα; VERB: ελπίζω, ευελπιστώ; USER: ελπίδα, ελπίζω, ελπίζουμε, ελπίζουν, ελπίσουμε

GT GD C H L M O
hours /aʊər/ = NOUN: ώρα; USER: ώρες, ωρών, ώρα, νύχτα, ώρες την, ώρες την

GT GD C H L M O
how /haʊ/ = ADVERB: πως; CONJUNCTION: πως, πόσον; USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο

GT GD C H L M O
human /ˈhjuː.mən/ = ADJECTIVE: ανθρώπινος; USER: ανθρώπινος, ανθρώπινη, ανθρωπίνων, ανθρώπινα, ανθρώπινο

GT GD C H L M O
hunger /ˈhʌŋ.ɡər/ = NOUN: πείνα; VERB: πεινώ; USER: πείνα, πείνας, την πείνα, της πείνας, η πείνα

GT GD C H L M O
hysterical /hɪˈster.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: υστερικός; USER: υστερικός, υστερική, υστερικό, υστερικές, υστερικά

GT GD C H L M O
i /aɪ/ = PRONOUN: εγώ; USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ

GT GD C H L M O
idea /aɪˈdɪə/ = NOUN: ιδέα; USER: ιδέα, ιδέα για, ιδέας, την ιδέα, η ιδέα, η ιδέα

GT GD C H L M O
if /ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου; USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
illustrated /ˈɪl.ə.streɪt/ = VERB: διευκρινίζω, εικονογραφώ, επεξηγώ; USER: απεικονίζεται, εικονογραφημένα, εικονογραφημένο, εικονίζεται, απεικονίζονται

GT GD C H L M O
imagination /ɪˌmædʒ.ɪˈneɪ.ʃən/ = NOUN: φαντασία; USER: φαντασία, τη φαντασία, φαντασίας, η φαντασία

GT GD C H L M O
imagine /ɪˈmædʒ.ɪn/ = VERB: φαντάζομαι; USER: φαντάζομαι, φανταστείτε, φανταστεί κανείς, φανταστούμε, φανταστεί

GT GD C H L M O
importantly /ɪmˈpɔː.tənt/ = USER: σημαντικό, σημαντικότερο, κυρίως, κυριότερο, σημαντικό είναι

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
including /ɪnˈkluː.dɪŋ/ = PREPOSITION: συμπεριλαμβανομένου; USER: συμπεριλαμβανομένου, συμπεριλαμβανομένων, συμπεριλαμβανομένης, όπως οι εξής, συμπεριλαμβανομένων των

GT GD C H L M O
influential /ˌinflo͞oˈenCHəl/ = ADJECTIVE: με επιρροή, ισχυρός, σημαίνων; USER: με επιρροή, ισχυρός, επιρροή, σημαίνοντες, ισχυρό

GT GD C H L M O
intellectual /ˌintlˈekCHo͞oəl/ = ADJECTIVE: διανοούμενος, διανοητικός, νοερός; USER: πνευματικής, πνευματική, διανοητικής, διανοητική, την πνευματική

GT GD C H L M O
intensity /ɪnˈten.sɪ.ti/ = NOUN: ένταση, σφοδρότητα, σφοδρότης; USER: ένταση, έντασης, ένταση της, την ένταση, η ένταση

GT GD C H L M O
into /ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις; USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη

GT GD C H L M O
inventor /ɪnˈven.tər/ = NOUN: εφευρετής; USER: εφευρέτης, εφευρέτη, εφευρέτες

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
it /ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό; USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι

GT GD C H L M O
its /ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του; USER: του, της, τους, τους

GT GD C H L M O
itself /ɪtˈself/ = PRONOUN: εαυτό, αυτό κάθε αυτό; USER: εαυτό, ίδια, ίδιο, η ίδια, μόνη

GT GD C H L M O
jay /dʒeɪ/ = NOUN: κίσσα, καρακάξα, πολυλογάς; USER: κίσσα, πολυλογάς, καρακάξα, Jay, τον Jay

GT GD C H L M O
job /dʒɒb/ = NOUN: εργασία, δουλειά, θέση, επάγγελμα, ιώβ; VERB: διαπραγματεύομαι αξίες; ADJECTIVE: υπομονετικός άνθρωπος; USER: δουλειά, εργασία, θέση, εργασίας, θέσεων εργασίας

GT GD C H L M O
just /dʒʌst/ = ADVERB: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, κυριολεκτικά; ADJECTIVE: δίκαιος, ακριβής, ορθός, πρέπων, δικαιολογημένος; USER: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, μόνο, ακριβώς

GT GD C H L M O
language /ˈlæŋ.ɡwɪdʒ/ = NOUN: γλώσσα; USER: γλώσσα, γλώσσας, γλωσσών, γλώσσες, γλωσσικές, γλωσσικές

GT GD C H L M O
languages /ˈlæŋ.ɡwɪdʒ/ = NOUN: γλώσσα; USER: γλώσσες, γλωσσών, γλώσσα, γλώσσες που, γλώσσες της

GT GD C H L M O
largest /lɑːdʒ/ = USER: Η μεγαλύτερη, μεγαλύτερη, μεγαλύτερο, μεγαλύτερος, μεγαλύτερες, μεγαλύτερες

GT GD C H L M O
latin /ˈlæt.ɪn/ = NOUN: λατινικά, Λατίνος; ADJECTIVE: λατινικός; USER: λατινικά, latin, Λατινική, της Λατινικής, λατινικούς

GT GD C H L M O
laughter /ˈlɑːf.tər/ = NOUN: γέλιο; USER: γέλιο, το γέλιο, γέλια, γέλιου

GT GD C H L M O
law /lɔː/ = NOUN: νόμος, νομική, δίκαιο νομικής; ADJECTIVE: νομικός; USER: νόμος, νομική, δικαίου, δίκαιο, νόμου

GT GD C H L M O
leaders /ˈliː.dər/ = NOUN: ηγέτης, καθοδηγητής, πρωτεργάτης, οδηγητής; USER: ηγέτες, οι ηγέτες, ηγετών, τους ηγέτες, ηγέτες της

GT GD C H L M O
learn /lɜːn/ = VERB: μαθαίνω, μανθάνω, πηδώ; USER: μάθετε, μαθαίνουν, να μάθουν, μάθουν, μάθει, μάθει

GT GD C H L M O
learned /ˈlɜː.nɪd/ = ADJECTIVE: πολυμαθής, μάθητος; USER: αντλήθηκαν, μάθει, έμαθε, έμαθαν, έμαθα, έμαθα

GT GD C H L M O
learning /ˈlɜː.nɪŋ/ = NOUN: vzdělání, studium, učenost, vědomost; USER: μάθηση, μάθησης, εκμάθηση, εκμάθησης, μαθησιακές, μαθησιακές

GT GD C H L M O
lent /lent/ = NOUN: σαρακοστή, τεσσαρακοστή; USER: δάνεισε, δανείσει, δάνεισαν, δανείζονται, χρησιδανείου, χρησιδανείου

GT GD C H L M O
let /let/ = USER: let-, let, may, I wish, let, αφήνω, επιτρέπω, ενοικιάζω, αφίνω; NOUN: μίσθωση, κώλυμα; USER: ας, αφήσει, αφήστε, επιτρέψτε, αφήσουμε

GT GD C H L M O
levy /ˈlev.i/ = NOUN: είσπραξη, στρατολογία; VERB: στρατολογώ, εισπράττω; USER: εισφοράς, εισφορά, εισφοράς που, εισφορά κατά, εισφορά που

GT GD C H L M O
library /ˈlaɪ.brər.i/ = ADJECTIVE: βιβλιοθήκη; USER: βιβλιοθήκη, βιβλιοθήκης, Library, βιβλιοθηκών, της βιβλιοθήκης

GT GD C H L M O
life /laɪf/ = NOUN: ζωή, βίος; USER: ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, η ζωή, η ζωή

GT GD C H L M O
like /laɪk/ = CONJUNCTION: σαν; VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν; ADJECTIVE: όμοιος; ADVERB: καθώς, αφάνταστα; USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η

GT GD C H L M O
likely /ˈlaɪ.kli/ = ADJECTIVE: πιθανός, αρμοδιότης; USER: πιθανός, πιθανό, ενδέχεται, πιθανόν, πιθανότητες

GT GD C H L M O
listen /ˈlɪs.ən/ = VERB: ακούω, αφουγκράζομαι, προσέχω, ακροώμαι; USER: ακούω, ακούσετε, να ακούσετε, ακούσουν, ακούτε, ακούτε

GT GD C H L M O
literally /ˈlɪt.ər.əl.i/ = USER: κυριολεκτικά, στην κυριολεξία, κυριολεξία, γράμμα, κυριολεκτικά να

GT GD C H L M O
loudly /ˈlaʊd.li/ = ADVERB: δυνατά; USER: δυνατά, μεγαλόφωνα

GT GD C H L M O
lucky /ˈlʌk.i/ = ADJECTIVE: τυχερός, καλότυχος; USER: τυχερός, τυχεροί, τυχερό, τυχερή, τυχερούς

GT GD C H L M O
machine /məˈʃiːn/ = NOUN: μηχανή; USER: μηχανή, μηχάνημα, μηχανής, μηχανήματος, ρούχων

GT GD C H L M O
mania /ˈmeɪ.ni.ə/ = NOUN: μανία, τρέλα, τρέλλα; USER: μανία, Mania, μανίας, Μάνια, της μανίας

GT GD C H L M O
manias /ˈmeɪ.ni.ə/ = NOUN: μανία, τρέλα, τρέλλα; USER: Μανιάς, Manias είναι, μανίες, Manias, αποκτούν δαιμονομανία,

GT GD C H L M O
many /ˈmen.i/ = ADJECTIVE: πολοί; USER: πολλά, πολλές, πολλοί, πολλούς, πολλών, πολλών

GT GD C H L M O
marvel /ˈmɑː.vəl/ = NOUN: θαύμα; VERB: θαυμάζω, απορώ; USER: θαύμα, Marvel, θαυμάστε, θαύματος, της Marvel

GT GD C H L M O
mathematics /ˌmæθˈmæt.ɪks/ = NOUN: μαθηματικά; USER: μαθηματικά, μαθηματικών, τα μαθηματικά, των μαθηματικών

GT GD C H L M O
maybe /ˈmeɪ.bi/ = ADVERB: ίσως, μήπως, πιθανώς; USER: ίσως, ίσως και, ίσως να, μήπως

GT GD C H L M O
million /ˈmɪl.jən/ = USER: million-, million, εκατομμύριο; USER: εκατομμύριο, εκατομμύρια, εκατ., εκατ. ευρώ, εκατομμυρίων

GT GD C H L M O
millions /ˈmɪl.jən/ = USER: εκατομμύρια, εκατομμυρίων, τα εκατομμύρια, εκατ.

GT GD C H L M O
more /mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο; ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος; USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο

GT GD C H L M O
most /məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον; ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος; NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα; USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι

GT GD C H L M O
moveable /ˈmo͞ovəb(ə)l/ = ADJECTIVE: κινητός; USER: κινητός, κινητά, κινητό, κινητών, κινητή,

GT GD C H L M O
much /mʌtʃ/ = ADVERB: πολύ; ADJECTIVE: πολύς; USER: πολύ, πολλά, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλο μέρος, μεγάλο μέρος

GT GD C H L M O
music /ˈmjuː.zɪk/ = NOUN: μουσική; USER: μουσική, μουσικής, τη μουσική, μουσικά, μουσικού

GT GD C H L M O
must /mʌst/ = USER: must-, must, ought, have to, must, ought, μούστος, γλεύκος; USER: πρέπει, πρέπει να, must, οφείλει, σταφυλιών, σταφυλιών

GT GD C H L M O
my /maɪ/ = PRONOUN: můj; USER: μου, My, μου xo.gr, μου Η, μου Η

GT GD C H L M O
myself /maɪˈself/ = PRONOUN: εγώ ο ίδιος; USER: εγώ ο ίδιος, εαυτό μου, τον εαυτό μου, ίδιος, ο ίδιος

GT GD C H L M O
named /neɪm/ = VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω; USER: το όνομα, όνομα, που ονομάζεται, ονομάζεται, το όνομά

GT GD C H L M O
native /ˈneɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: ντόπιος, ιθαγενής, εγχώριος, γενέθλιος, έμφυτος, ατόφιος; USER: ντόπιος, Native, μητρική, φυσική, εγγενή, εγγενή

GT GD C H L M O
net /net/ = ADVERB: καθαρά; NOUN: δίχτυ, δίκτυο, απόχη, νέτος; ADJECTIVE: καθαρός, χωρίς έκπτωση, εκκαθαρισμένος; VERB: αλιεύω, καθαρίζω, ξεκαθαρίζω, ρίχνω δίχτυ, έχω καθαρό κέρδος, κάνω δίκτυο, ψαρεύω; USER: καθαρά, δίχτυ, καθαρός, δίκτυο, καθαρό

GT GD C H L M O
new /njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος; USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες

GT GD C H L M O
not /nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη; USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι

GT GD C H L M O
now /naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν; USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
okay /ˌəʊˈkeɪ/ = NOUN: καλά; VERB: εγκρίνω; USER: καλά, εντάξει, okay, πειράζει, εντάξει για

GT GD C H L M O
old /əʊld/ = ADJECTIVE: παλιός, παλαιός, ηλικιωμένος, γέρικος, χρόνιος, γεροντικός; NOUN: γέρος, γριά; USER: γριά, παλαιός, παλιός, παλιά, παλιό, παλιό

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
one /wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις; USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια

GT GD C H L M O
opportunity /ˌɒp.əˈtjuː.nə.ti/ = NOUN: ευκαιρία, δυνατότητα; USER: ευκαιρία, δυνατότητα, ευκαιρία για, την ευκαιρία, ευκαιρίας

GT GD C H L M O
or /ɔːr/ = CONJUNCTION: ή; USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την

GT GD C H L M O
other /ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος; USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους

GT GD C H L M O
others /ˈʌð.ər/ = USER: άλλοι, άλλα, άλλους, άλλων, άλλες

GT GD C H L M O
our /aʊər/ = PRONOUN:

GT GD C H L M O
own /əʊn/ = PRONOUN: ίδιος, ιδικός μου; VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω; USER: δική, τη δική, δικό, το δικό, δικές, δικές

GT GD C H L M O
pandemonium /ˌpandəˈmōnēəm/ = NOUN: πανδαιμόνιο; USER: πανδαιμόνιο, το πανδαιμόνιο, πανδαιμόνιου, πανζουρλισμό, pandemonium

GT GD C H L M O
panels /ˈpæn.əl/ = NOUN: πίνακας, φάτνωμα, κατάλογος ένορκων; USER: πάνελ, πίνακες, συλλέκτες, πλάκες, πινάκων

GT GD C H L M O
parents /ˈpeə.rənt/ = NOUN: γονείς; USER: γονείς, τους γονείς, οι γονείς, γονέων, γονιών, γονιών

GT GD C H L M O
part /pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος; VERB: χωρίζω, χωρίζομαι; USER: μέρος, τμήμα, είδους, μέλος, πλαίσιο, πλαίσιο

GT GD C H L M O
passion /ˈpæʃ.ən/ = NOUN: πάθος, παραφορά, σφοδρό αίσθημα, ντέρτι; USER: πάθος, το πάθος, πάθους, μεράκι

GT GD C H L M O
patents /ˈpeɪ.tənt/ = NOUN: ευρεσιτεχνία, προνόμιο εφευρέσεως; USER: διπλώματα ευρεσιτεχνίας, τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, πατέντες, ευρεσιτεχνίας, διπλώματα

GT GD C H L M O
pay /peɪ/ = NOUN: πληρωμή, μισθός, μισθοδοσία; VERB: πληρώνω, προσφέρω; USER: πληρωμή, δικαστικά, πληρώσει, καταβάλει, πληρώνουν, πληρώνουν

GT GD C H L M O
people /ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς; VERB: κατοικίζω; USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι

GT GD C H L M O
percent /pəˈsent/ = ADVERB: τοις εκατό; NOUN: εκατοστιαία; USER: τοις εκατό, εκατό, ποσοστό, τοις εκατό από, εκατοστιαίες μονάδες

GT GD C H L M O
perfect /ˈpɜː.fekt/ = ADJECTIVE: τέλειος, απόλυτος; NOUN: παρακείμενος; VERB: τελειοποιώ, τελειώ; USER: τέλειος, τέλεια, τέλειο, ιδανικό, ιδανική

GT GD C H L M O
photos /ˈfəʊ.təʊ/ = NOUN: φωτογραφία; USER: Φωτογραφίες, εικόνες, φωτογραφιών

GT GD C H L M O
piped /gas/ = VERB: αυλώ, συρίζω, διοχετεύω διά σωλήνων, εφοδιάζω με σωλήνας; USER: σωληνώσεων, μέσω σωληνώσεων, διοχετευθεί, διοχετεύεται, διοχετεύεται με σωλήνες,

GT GD C H L M O
please /pliːz/ = VERB: παρακαλώ, ευχαριστώ, αρέσω, αρέσκω, ευαρεστώ, τέρπω, ευχαριστούμαι; USER: παρακαλώ, παρακαλούμε, παρακαλούμε να, παρακαλείστε, παρακαλείσθε

GT GD C H L M O
point /pɔɪnt/ = NOUN: σημείο, μύτη, άκρη, ακμή, προκείμενο; USER: σημείο, στοιχείο, το σημείο, σημείου, σημείου

GT GD C H L M O
post /pəʊst/ = NOUN: θέση, ταχυδρομείο, στύλος, σταθμός, κολόνα, πόστο; VERB: τοποθετώ, ταχυδρομώ, τοιχοκολώ; USER: θέση, καταχωρήσετε, δημοσιεύσετε, μετά, δημοσίευση

GT GD C H L M O
poverty /ˈpɒv.ə.ti/ = NOUN: φτώχεια, ανέχεια, εξαθλίωση, πτώχεια, απορία, κακομοιριά; USER: φτώχεια, φτώχειας, της φτώχειας, τη φτώχεια, η φτώχεια

GT GD C H L M O
practice /ˈpræk.tɪs/ = NOUN: πρακτική, πράξη, άσκηση, εξάσκηση, συνήθεια, χρήση, πείρα, έθιμο, πελατεία, μάθηση; VERB: εξασκώ, ασκούμαι, εφαρμόζω; USER: πρακτική, πράξη, εξάσκηση, πρακτικής, πρακτικών

GT GD C H L M O
prepare /prɪˈpeər/ = VERB: προετοιμάζω, ετοιμάζω, παρασκευάζω, προπαρασκευάζω; USER: προετοιμασία, προετοιμάσει, την προετοιμασία, προετοιμάζει, προετοιμάσουν

GT GD C H L M O
priceless /ˈpraɪs.ləs/ = ADJECTIVE: ανεκτίμητος, αδιατίμητος; USER: ανεκτίμητος, ανεκτίμητη, ανεκτίμητο, ανεκτίμητα, ανεκτίμητης αξίας

GT GD C H L M O
priceline = USER: κρατήσεις ξενοδοχείων, κρατήσεις, priceline

GT GD C H L M O
private /ˈpraɪ.vət/ = ADJECTIVE: ιδιωτικός, προσωπικός, ιδιαίτερος, μυστικός; NOUN: απλός στρατιώτης; USER: ιδιωτικός, ιδιωτικό, ιδιωτική, ιδιωτικού, ιδιωτικών

GT GD C H L M O
problem /ˈprɒb.ləm/ = NOUN: πρόβλημα, προβληματισμός; USER: πρόβλημα, προβλήματος, ζήτημα, το πρόβλημα, πρόβλημα που, πρόβλημα που

GT GD C H L M O
problems /ˈprɒb.ləm/ = NOUN: πρόβλημα, προβληματισμός; USER: προβλήματα, τα προβλήματα, προβλημάτων, προβλήματα που, προβλημάτων που, προβλημάτων που

GT GD C H L M O
prolific /prəˈlɪf.ɪk/ = ADJECTIVE: γόνιμος, εύκαρπος; USER: γόνιμος, παραγωγικός, πολυγραφότατος, παραγωγικούς, πληθωρική

GT GD C H L M O
property /ˈprɒp.ə.ti/ = NOUN: ιδιοκτησία, ιδιότητα, περιουσία, κυριότητα, ιδιότης, κυριότης; USER: ιδιοκτησία, περιουσία, ιδιότητα, κυριότητα, ιδιοκτησίας

GT GD C H L M O
pulling /po͝ol/ = USER: τράβηγμα, τραβώντας, το τράβηγμα, έλξης, αμυντικών

GT GD C H L M O
pushing /ˈpʊʃ.ɪŋ/ = ADJECTIVE: δραστήριος, ζόρικος; USER: πιέζοντας, σπρώχνοντας, ωθώντας, ωθεί, πιέζει

GT GD C H L M O
put /pʊt/ = VERB: βάζω, θέτω, βάλλω; USER: που, θέσει, να θέσει, βάλει, τεθεί, τεθεί

GT GD C H L M O
rapture /ˈræp.tʃər/ = NOUN: έκσταση, αγαλλίαση; ADJECTIVE: ενθουσιασμένος; USER: έκσταση, αγαλλίαση, Rapture, αρπαγή, αρπαγής

GT GD C H L M O
re /riː/ = PREPOSITION: σχετικά με, περί, επί του θέματός του; NOUN: ρε; USER: εκ νέου, ξανά, την εκ νέου, νέου, πάλι, πάλι

GT GD C H L M O
read /riːd/ = NOUN: ανάγνωση; VERB: διαβάζω, ερμηνεύω, αναγιγνώσκω; USER: ανάγνωση, διαβάζω, διαβάσετε, διαβάστε, διαβάσει, διαβάσει

GT GD C H L M O
real /rɪəl/ = ADJECTIVE: πραγματικός; NOUN: έμπρακτα, ρεάλι; USER: πραγματικός, πραγματικό, πραγματική, πραγματικά, πραγματικές, πραγματικές

GT GD C H L M O
recording /rɪˈkɔː.dɪŋ/ = NOUN: εγγραφή, αναγραφή, φωνοληψία; USER: εγγραφή, εγγραφής, καταγραφή, καταγραφής, ελέγχου, ελέγχου

GT GD C H L M O
reframe /rēˈfrām/ = USER: reframe, εντάξουμε, reframe το, Το Reframe

GT GD C H L M O
rehearsing /rɪˈhɜːs/ = VERB: επαναλαμβάνω, επαναλέγω, προβάρω, κάνω δοκιμάς; USER: πρόβες, πρόβα, κάνοντας πρόβες, κάνουν πρόβες, τις πρόβες

GT GD C H L M O
religious /rɪˈlɪdʒ.əs/ = ADJECTIVE: θρησκευτικός, θρήσκος, φιλόθρησκος, θεοσεβούμενος; USER: θρησκευτικός, θρησκευτικές, θρησκευτική, θρησκευτικών, θρησκευτικής

GT GD C H L M O
represents /ˌrep.rɪˈzent/ = VERB: εκπροσωπώ, αντιπροσωπεύω, παρουσιάζω, παριστάνω, συμβολίζω; USER: αντιπροσωπεύει, αντιπροσωπεύει το, παριστάνει, εκπροσωπεί, αποτελεί

GT GD C H L M O
roaring /ˈrɔː.rɪŋ/ = NOUN: φλοίσβος; ADJECTIVE: θορυβώδης, βρυχώμενος; USER: φλοίσβος, θορυβώδης, βρυχάται, βρυμένος, ωρύονται, ωρύονται

GT GD C H L M O
roughly /ˈrʌf.li/ = ADVERB: βάναυσως, τραχέως; USER: περίπου, χονδρικά, προσέγγιση, κατά προσέγγιση, σχεδόν

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
sais /ˌʒə.nə.seɪˈkwɑː/ = USER: sais, ΑΟΕ, ΑΕΟ, ανώτατα όργανα ελέγχου, ανώτατων οργάνων ελέγχου

GT GD C H L M O
sake /seɪk/ = NOUN: χάρη, χατίρι, αιτία, σκοπός, γιαπωνέζικο ποτό, είδος ιαπωνικού ποτού; USER: χάρη, λόγους, χάριν, καλό, όνομα

GT GD C H L M O
satellite /ˈsæt.əl.aɪt/ = NOUN: δορυφόρος; USER: δορυφόρος, δορυφορική, δορυφορικά, δορυφορικής, δορυφόρου

GT GD C H L M O
say /seɪ/ = VERB: λέγω; USER: πω, λένε, πει, να πω, πείτε, πείτε

GT GD C H L M O
says /seɪ/ = USER: λέει, λέει ο, λέει η, λέει η

GT GD C H L M O
scale /skeɪl/ = NOUN: κλίμακα, ζυγαριά, κλίμαξ, λέπι, πλάστιγγα, ιεράρχηση, λέπιο; VERB: σκαλώνω, αναρριχώμαι; USER: κλίμακα, κλίμακας, μέγεθος, διαστάσεων, ζυγαριά

GT GD C H L M O
school /skuːl/ = NOUN: σχολείο, σχολή, κοπάδι ψάρια, πλήθος ιχθύων; VERB: εκπαιδεύω, παιδαγωγώ; USER: σχολείο, σχολή, σχολείου, το σχολείο, σχολική, σχολική

GT GD C H L M O
science /saɪəns/ = NOUN: επιστήμη; USER: επιστήμη, επιστήμης, της επιστήμης, την επιστήμη, επιστημονικής

GT GD C H L M O
score /skɔːr/ = NOUN: σκορ, αποτέλεσμα, εντομή, εικοσάς, λογαριασμός; VERB: σκοράρω, χαρακώνω, χαράσσω, σημειώ, επικρίνω; USER: σκορ, αποτέλεσμα, όρος αποτελεσμάτων, όρος βαθμολογίας, όρος βαθμολογίας με

GT GD C H L M O
screaming /skriːm/ = NOUN: σκούξιμο; USER: σκούξιμο, ουρλιάζοντας, ουρλιάζει, φωνάζουν, κραυγάζει

GT GD C H L M O
second /ˈsek.ənd/ = USER: second-, second, δεύτερος; NOUN: δευτερόλεπτο, πρόταση, μάρτυς μονομαχίας; VERB: υποστηρίζω, σιγοντάρω; USER: δεύτερος, δευτερόλεπτο, δεύτερο, δεύτερη, δεύτερης

GT GD C H L M O
served /sɜːv/ = VERB: υπηρετώ, σερβίρω, εξυπηρετώ, χρησιμεύω; USER: εξυπηρετείται, σερβίρεται, εξυπηρετούνται, υπηρέτησε, σερβίρονται

GT GD C H L M O
shares /ʃeər/ = NOUN: μερίδια, μέτοχος; USER: μερίδια, μετοχών, μετοχές, μεριδίων, συμμερίζεται

GT GD C H L M O
she /ʃiː/ = PRONOUN: αυτή, εκείνη; USER: αυτή, εκείνη, που, ότι, ίδια

GT GD C H L M O
shirt /ʃɜːt/ = NOUN: πουκάμισο, υποκάμισο; USER: πουκάμισο, shirt, φανέλα, μπλούζα, μπλουζάκι, μπλουζάκι

GT GD C H L M O
should /ʃʊd/ = USER: θα πρέπει να, πρέπει, πρέπει να, θα πρέπει, θα έπρεπε, θα έπρεπε

GT GD C H L M O
shuns /ʃʌn/ = VERB: αποφεύγω, υπεκφεύγω; USER: Shuns,

GT GD C H L M O
single /ˈsɪŋ.ɡl̩/ = ADJECTIVE: μονόκλινο, μόνος, άγαμος, χωριστός, ανύπανδρος; VERB: ξεχωρίζω; USER: μονόκλινο, μόνο, ενιαία, ενιαίο, ενιαίας

GT GD C H L M O
skeleton /ˈskel.ɪ.tən/ = NOUN: σκελετός; USER: σκελετός, σκελετό, σκελετού

GT GD C H L M O
slight /slaɪt/ = ADJECTIVE: μικρός, ελαφρός, ασήμαντος, λεπτός; NOUN: παραμέληση, παράβλεψη; VERB: αψηφώ, παραβλέπω, παραμελώ, προσβάλλω; USER: ελαφρός, μικρός, ελαφρά, μικρή, μικρές

GT GD C H L M O
snag /snæɡ/ = ADJECTIVE: κολοβός; NOUN: απροσδόκητο εμπόδιο, κλάδος δένδρου, εξέχων δόντι; USER: κολοβός, απροσδόκητο εμπόδιο, SNAG, εμπλοκή

GT GD C H L M O
so /səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω; CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν; USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε

GT GD C H L M O
solve /sɒlv/ = VERB: λύνω, επιλύω, λύω; USER: επίλυση, την επίλυση, επιλύσει, λύσει, να λύσει

GT GD C H L M O
solving /sɒlv/ = VERB: λύνω, επιλύω, λύω; USER: επίλυση, την επίλυση, επίλυσης, την επίλυση των, επίλυση των

GT GD C H L M O
sort /sɔːt/ = NOUN: είδος; VERB: ταξινομώ, διαλέγω; USER: είδος, Ταξινόμηση, είδους, ταξινόμησης, Ανά

GT GD C H L M O
southeast /ˌsaʊθˈiːst/ = NOUN: νοτιοανατολικός άνεμος; USER: νοτιοανατολικά, χλμ νοτιοανατολικά

GT GD C H L M O
space /speɪs/ = NOUN: χώρος, διάστημα, τόπος; VERB: αραιώνω; USER: διάστημα, χώρος, χώρο, χώρου, κόπηκε

GT GD C H L M O
speak /spiːk/ = VERB: μιλώ, ομιλώ, κουβεντιάζω; USER: μιλώ, μιλούν, μιλήσει, μιλήσω, μιλήσουν, μιλήσουν

GT GD C H L M O
speakers /ˈspiː.kər/ = NOUN: ομιλητής, μεγάφωνο, ρήτωρ, πρόεδρος βουλής; USER: ηχεία, ομιλητές, ομιλητών, ηχείων, τα ηχεία

GT GD C H L M O
speaking /-spiː.kɪŋ/ = NOUN: ομιλία, ομιλών; USER: ομιλία, μιλώντας, γραμμές, μιλάει, ομιλίας, ομιλίας

GT GD C H L M O
species /ˈspiː.ʃiːz/ = NOUN: είδος, γένος; USER: είδος, είδη, ειδών, είδους, τα είδη

GT GD C H L M O
spine /spaɪn/ = NOUN: σπονδυλική στήλη, ράχη, άκανθα, κέντρο; USER: σπονδυλική στήλη, ράχη, σπονδυλικής στήλης, της σπονδυλικής στήλης, μοίρας της σπονδυλικής στήλης

GT GD C H L M O
sports /spɔːts/ = NOUN: αθλητισμός; USER: αθλητισμός, σπορ, αθλητικών, αθλήματα, αθλητικά

GT GD C H L M O
stage /steɪdʒ/ = NOUN: στάδιο, φάση, σκηνή, εξέδρα, λεωφορείο, παλκοσενικό; VERB: αναβιβάζω επί της σκηνής, σκηνοθετώ; USER: στάδιο, φάση, σκηνή, σταδίου, το στάδιο

GT GD C H L M O
star /stɑːr/ = NOUN: αστέρι, άστρο, πρωταγωνιστής, αστήρ; VERB: πρωταγωνιστώ; USER: αστέρι, αστέρων, ξενοδοχείων

GT GD C H L M O
start /stɑːt/ = NOUN: αρχή, ξεκίνημα, εκκίνηση, εξάφνισμα; VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι; USER: αρχή, εκκίνηση, ξεκίνημα, ξεκινήσει, αρχίσει

GT GD C H L M O
stormtrooper = NOUN: λοκατζής; USER: Stormtrooper,

GT GD C H L M O
student /ˈstjuː.dənt/ = NOUN: φοιτητής, σπουδαστής; USER: φοιτητής, σπουδαστής, σπουδαστών, φοιτητή, μαθητή, μαθητή

GT GD C H L M O
students /ˈstjuː.dənt/ = NOUN: φοιτητόκοσμος; USER: φοιτητές, μαθητές, οι μαθητές, σπουδαστές, μαθητών, μαθητών

GT GD C H L M O
studies /ˈstədē/ = NOUN: σπουδές; USER: σπουδές, μελέτες, μελετών, σπουδών, μελέτες που, μελέτες που

GT GD C H L M O
stuff /stʌf/ = NOUN: υλικό, ύλη, ανοησίες, ύφασμα, πανί; VERB: παραγεμίζω, βαλσαμώνω, γεμίζω; ADJECTIVE: άχρηστος; USER: υλικό, πράγματα, ουσία, τα πράγματα, stuff, stuff

GT GD C H L M O
t /tiː/ = USER: t, τ, Μ, τόνο, ί

GT GD C H L M O
table /ˈteɪ.bl̩/ = NOUN: τραπέζι, τράπεζα, πίναξ; ADJECTIVE: επιτραπέζιος; VERB: θέτω επί τη τράπεζα, αναβάλλω συζήτηση; USER: τραπέζι, πίνακα, πίνακας, πίνακα που, επιτραπέζια

GT GD C H L M O
taken /ˈteɪ.kən/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω; USER: λαμβάνονται, λαμβάνεται, ληφθεί, ελήφθησαν, που, που

GT GD C H L M O
taking /tāk/ = NOUN: λήψη, κατάληψη; ADJECTIVE: ελκυστικός, λαμβάνων; USER: λήψη, λαμβάνοντας, τη λήψη, λαμβανομένων, λαμβάνουν, λαμβάνουν

GT GD C H L M O
talk /tɔːk/ = NOUN: ομιλία, κουβέντα, συνδιάλεξη; VERB: μιλώ, συνομιλώ, κουβεντιάζω, ομιλώ; USER: μιλήστε, μιλούν, μιλήσετε, μιλάμε, μιλήσουμε

GT GD C H L M O
teacher /ˈtiː.tʃər/ = NOUN: δάσκαλος, διδάσκαλος, διδασκάλισσα; USER: δάσκαλος, εκπαιδευτικών, δάσκαλο, δασκάλου, των εκπαιδευτικών, των εκπαιδευτικών

GT GD C H L M O
ted /ted/ = VERB: απλώνω χόρτα, ξυραίνω χόρτα; USER: ted, το TED, με το TED, του TED, Τεντ

GT GD C H L M O
teenagers /ˈtēnˌājər/ = NOUN: νεάρα, νέος 13-19 ετών, νέα 13-19 ετών; USER: έφηβοι, εφήβους, εφήβων, οι έφηβοι, τους εφήβους

GT GD C H L M O
tens = NOUN: δεκάδα; USER: δεκάδες, δεκάδων

GT GD C H L M O
test /test/ = NOUN: δοκιμή, εξέταση, κριτήριο, εξετάσεις, όστρακο, μέσο δοκιμής; VERB: δοκιμάζω; USER: δοκιμή, εξέταση, δοκιμής, δοκιμών, δοκιμασία, δοκιμασία

GT GD C H L M O
than /ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά; USER: από, παρά, των, από το, από το

GT GD C H L M O
thank /θæŋk/ = VERB: ευχαριστώ; USER: ευχαριστώ, ευχαριστήσω, ευχαριστήσω τον, ευχαριστούμε, ευχαριστήσουμε

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
their /ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους; USER: τους, του, τους για, των, των

GT GD C H L M O
them /ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς; USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά

GT GD C H L M O
there /ðeər/ = ADVERB: εκεί; USER: εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει, υπάρξει

GT GD C H L M O
things /θɪŋ/ = NOUN: πράγμα; USER: τα πράγματα, πράγματα, πράγματα που, πραγμάτων, δραστηριότητες, δραστηριότητες

GT GD C H L M O
think /θɪŋk/ = VERB: νομίζω, σκέπτομαι, φρονώ, κρίνω, συλλογίζομαι; USER: νομίζω, ότι, σκεφτείτε, σκέφτονται, νομίζετε, νομίζετε

GT GD C H L M O
third /θɜːd/ = USER: third-, third; USER: τρίτος, τρίτες, τρίτο, τρίτη, τρίτων, τρίτων

GT GD C H L M O
this /ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος; USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα

GT GD C H L M O
those /ðəʊz/ = PRONOUN: tamti; USER: εκείνοι, εκείνους, εκείνες, αυτές, εκείνων, εκείνων

GT GD C H L M O
thousands /ˈθaʊ.zənd/ = NOUN: χιλιάδα; USER: χιλιάδες, χιλιάδων, χιλ., χιλ.

GT GD C H L M O
three /θriː/ = USER: three-, three, three; USER: τρία, τρείς, τρεις, τριών, τα τρία, τα τρία

GT GD C H L M O
time /taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός; VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω; USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή

GT GD C H L M O
tingling /ˈspaɪnˌtɪŋ.lɪŋ/ = VERB: καίω, τσούζω, πονώ ελαφρώς, αισθάνομαι πόνον κρυολογήματος; USER: μυρμήγκιασμα, τσούξιμο, μούδιασμα, μυρμηκίαση, φαγούρα

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
touch /tʌtʃ/ = NOUN: επαφή, αφή, άγγιγμα, μικρή ποσότητα, μικρή ποσότης; VERB: αγγίζω, ακουμπώ, εγγίζω, αφορώ, συγκινώ, άπτομαι; USER: αγγίζετε, αγγίξτε, αγγίξετε, αγγίξει, αγγίζουν

GT GD C H L M O
tour /tʊər/ = NOUN: περιήγηση, περιοδεία, εκδρομή, γύρος, ταξίδι; VERB: περιοδεύω; USER: περιοδεία, περιήγηση, εκδρομή, γύρος, περιήγηση με

GT GD C H L M O
transcript /ˈtræn.skrɪpt/ = NOUN: αντίγραφο; USER: αντίγραφο, πρακτικά, μεταγραφή, μεταγραφής, απομαγνητοφώνηση

GT GD C H L M O
trying /ˈtraɪ.ɪŋ/ = ADJECTIVE: δύσκολος, κουραστικός; USER: προσπαθώντας, προσπαθεί, προσπάθεια, προσπαθούν, προσπαθούμε

GT GD C H L M O
tsunami /tsuːˈnɑː.mi/ = USER: τσουνάμι, το τσουνάμι, tsunami, παλιρροϊκό κύμα

GT GD C H L M O
turning /ˈtɜː.nɪŋ/ = NOUN: στροφή; ADJECTIVE: περιστροφικός; USER: στροφή, καμπής, στρέφονται, μετατρέποντας, μετατροπή

GT GD C H L M O
twenty /ˈtwen.ti/ = USER: twenty-, twenty; USER: είκοσι, εικοστή, από είκοσι, εικοστό

GT GD C H L M O
twice /twaɪs/ = ADVERB: δυο φορές; USER: δυο φορές, δύο φορές, δύο φορές την, διπλάσιο, φορές, φορές

GT GD C H L M O
two /tuː/ = USER: two-, two; USER: δυο, δύο, τα δύο, τα δύο

GT GD C H L M O
type /taɪp/ = NOUN: τύπος, τυπογραφικό στοιχείο; VERB: δακτυλογραφώ; USER: τύπος, τύπου, τύπο, είδος, τον τύπο

GT GD C H L M O
under /ˈʌn.dər/ = PREPOSITION: υπό, κάτω από, υποκάτω; ADVERB: από κάτω; USER: υπό, κάτω από, πλαίσιο, βάσει, στο πλαίσιο, στο πλαίσιο

GT GD C H L M O
unimaginable /ˌənəˈmaj(ə)nəbəl/ = ADJECTIVE: αφάνταστος; USER: αφάνταστος, αφάνταστη, αδιανόητο, αδιανόητη, αφάνταστες

GT GD C H L M O
universal /ˌyo͞onəˈvərsəl/ = ADJECTIVE: παγκόσμιος, γενικός; USER: καθολικής, καθολική, καθολικό, την καθολική, καθολικών

GT GD C H L M O
unless /ənˈles/ = CONJUNCTION: εκτός, εάν, εί μη; USER: εκτός, εάν, εκτός εάν, εκτός αν, αν

GT GD C H L M O
value /ˈvæl.juː/ = NOUN: αξία, τιμή, αντίμο; VERB: εκτιμώ; USER: αξία, τιμή, αξίας, value, την αξία

GT GD C H L M O
ve / -v/ = USER: ve, κο, πάει εκεί, νβ, νβ

GT GD C H L M O
very /ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και; ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος; USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς

GT GD C H L M O
visions /ˈvɪʒ.ən/ = NOUN: όραμα, όραση, οπτασία, ενόραση, φάσμα; VERB: οραματίζομαι; USER: οράματα, οραμάτων, οράματά, τα οράματα, διατάξεις

GT GD C H L M O
walker /ˈwɔː.kər/ = NOUN: περιπατητής, στράτα, πεζοπόρος; USER: περιπατητής, στράτα, Walker, περιπατητή, περπατούρα

GT GD C H L M O
wall /wɔːl/ = NOUN: τείχος, τοίχος; VERB: περιτειχίζω; USER: τοίχος, τείχος, τοίχο, τοίχωμα, τοιχώματος

GT GD C H L M O
want /wɒnt/ = VERB: θέλω, χρειάζομαι, έχω έλλειψη; NOUN: ανάγκη, έλλειψη, ένδεια; USER: θέλω, θέλετε, θέλουν, θέλει, θέλουμε, θέλουμε

GT GD C H L M O
wars /wɔːr/ = NOUN: πόλεμος; VERB: πολεμώ; USER: πολέμους, πόλεμοι, πολέμων, οι πόλεμοι, τους πολέμους

GT GD C H L M O
washing /ˈwɒʃ.ɪŋ/ = NOUN: πλύσιμο, πλύση, μπουγάδα, νίψιμο; USER: πλύσιμο, πλύση, πλυντήριο, πλύσης, πλυσίματος

GT GD C H L M O
watched /wɒtʃ/ = VERB: παρακολουθώ, προσέχω, φρουρώ, παρατηρώ καλώς, επιτηρώ, επαγρυπνώ; USER: παρακολούθησαν, παρακολουθούσε, παρακολουθούσαν, παρακολουθείται, παρακολουθήσει

GT GD C H L M O
way /weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα; USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο

GT GD C H L M O
weeping /wēp/ = NOUN: κλαυθμός, θρήνος, κλαίων; USER: κλαυθμός, θρήνος, κλάμα, κλαίγοντας, κλαίει

GT GD C H L M O
went /went/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω; USER: πήγε, πήγαν, προχώρησε, πήγα, έπεσε, έπεσε

GT GD C H L M O
what /wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν; USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια

GT GD C H L M O
where /weər/ = CONJUNCTION: όπου; ADVERB: που; USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
whose /huːz/ = PRONOUN: τίνος, ποιανού, γενική του WHO, γενική του WHICH; USER: των οποίων, των οποίων οι, του οποίου, οποίων, οποίου

GT GD C H L M O
why /waɪ/ = ADVERB: γιατί; USER: γιατί, Γιατί να, λόγο, οποίους, τους οποίους, τους οποίους

GT GD C H L M O
wider /waɪd/ = USER: ευρύτερες, ευρύτερη, ευρύτερου, ευρύτερο, ευρύτερης

GT GD C H L M O
will /wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη; VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη; USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση

GT GD C H L M O
wired /waɪəd/ = VERB: εφοδιάζω με σύρματα, συνδέω με σύρματα, τηλεγραφώ; USER: ενσύρματο, ενσύρματη, ενσύρματα, ενσύρματες, ενσύρματη σύνδεση

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
witness /ˈwɪt.nəs/ = NOUN: μάρτυρας, μαρτυρία, μάρτυς; VERB: βλέπω, μαρτυρώ; USER: μάρτυρας, μαρτυρία, μάρτυρες, βεβαιώσει, παρακολουθήσουν

GT GD C H L M O
word /wɜːd/ = NOUN: λέξη, λόγος, είδηση; VERB: διατυπώ, εκφράζω διά λέξεων; USER: λέξη, λέξης, λεκτικό, λόγο, κειμένου, κειμένου

GT GD C H L M O
world /wɜːld/ = NOUN: κόσμος, υφήλιος, σύμπαν; USER: κόσμος, κόσμο, κόσμου, παγκοσμίως, παγκόσμια, παγκόσμια

GT GD C H L M O
worldwide /ˌwɜːldˈwaɪd/ = ADJECTIVE: παγκόσμιος; USER: παγκόσμιος, όλο τον κόσμο, σε όλο τον κόσμο, παγκοσμίως, παγκόσμια

GT GD C H L M O
worth /wɜːθ/ = NOUN: αξία; ADJECTIVE: άξιος, αξίζων, αυτός που αξίζει; USER: αξία, αξίζει, αξίας, αξίζει να, αξίζει και, αξίζει και

GT GD C H L M O
would /wʊd/ = USER: would-, will, would, shall; USER: θα, θα ήταν, κάνατε, θα μπορούσε, θα μπορούσε

GT GD C H L M O
write /raɪt/ = VERB: γράφω, συνθέτω, συγγράφω; USER: γράφω, γράφετε, γράφετε e, γράψετε, γράψει, γράψει

GT GD C H L M O
year /jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος; USER: έτος, έτους, χρόνο, το έτος, περίοδο, περίοδο

GT GD C H L M O
years /jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος; USER: χρόνια, έτη, ετών, χρονών, χρονών

GT GD C H L M O
yelling /jel/ = NOUN: δυνατή φωνή; USER: δυνατή φωνή, φωνάζοντας, φωνές, φωνάζει, να φωνάζει

GT GD C H L M O
you /juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ; USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που

GT GD C H L M O
your /jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj; USER: σας, σου, σας για, το, το

373 words