Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
able
/ˈeɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ικανός, δυνάμενος, αρμόδιος, άξιος, όποιος μπορεί να, όποιος καταφέρνει, όποιος κατορθώνει, όποιος είναι στη θέση να;
USER: ικανός, θέση, σε θέση, μπορούν, μπορεί
GT
GD
C
H
L
M
O
about
/əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον;
PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω;
USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το
GT
GD
C
H
L
M
O
acclaimed
/əˈkleɪm/ = VERB: επευφημώ, αποθεώνω, ανακηρύσσω;
USER: αναγνωρισμένη, φήμης, καταξιωμένος, αναγνωρισμένο, φημισμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
after
/ˈɑːf.tər/ = ADVERB: μετά, αφού, κατόπιν;
USER: μετά, αφού, μετά από, μετά την, μετά τη, μετά τη
GT
GD
C
H
L
M
O
age
/eɪdʒ/ = NOUN: ηλικία, εποχή;
VERB: γηράσκω, γερνώ, παλαιώνω;
USER: ηλικία, εποχή, ηλικίας, την ηλικία, ετών
GT
GD
C
H
L
M
O
alarming
/əˈlɑː.mɪŋ/ = ADJECTIVE: ανησυχητικός, τρομακτικός;
USER: ανησυχητικός, ανησυχητική, ανησυχητικό, ανησυχητικά, ανησυχητικές
GT
GD
C
H
L
M
O
all
/ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες;
NOUN: το όλο;
ADVERB: όλως;
USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
almost
/ˈɔːl.məʊst/ = ADVERB: téměř, skoro;
USER: σχεδόν, περίπου, σχεδόν σε, σχεδόν το, σχεδόν το
GT
GD
C
H
L
M
O
alone
/əˈləʊn/ = ADJECTIVE: μόνος;
USER: μόνος, μόνο, μόνη, και μόνο, μόνη της, μόνη της
GT
GD
C
H
L
M
O
already
/ɔːlˈred.i/ = ADVERB: ήδη, από τώρα;
USER: ήδη, έχουν ήδη, που έχουν ήδη, έχει ήδη, που ήδη, που ήδη
GT
GD
C
H
L
M
O
amassed
/əˈmæs/ = VERB: συσσωρεύω, συγκεντρώνω, συσσωρεύω πλούτη;
USER: συσσωρεύσει, συγκεντρώσει, συγκέντρωσε, μαζέψει, συγκεντρωθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
an
/ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας;
USER: ένα, μια, ένας, μία, η
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
apparent
/əˈpær.ənt/ = ADJECTIVE: φαινόμενος, φαινομενικός, φανερός;
USER: φαινομενικός, φαινόμενος, εμφανής, προφανές, εμφανή, εμφανή
GT
GD
C
H
L
M
O
applause
/əˈplɔːz/ = NOUN: χειροκροτήματα, επιδοκιμασία, επευφημία;
USER: χειροκροτήματα, χειροκρότημα, επιδοκιμασία
GT
GD
C
H
L
M
O
are
/ɑːr/ = NOUN: εκτάριο;
VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι;
USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
around
/əˈraʊnd/ = ADVERB: γύρω, τριγύρω;
USER: γύρω, γύρω από, περίπου, όλο, σε όλο, σε όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
article
/ˈɑː.tɪ.kl̩/ = NOUN: άρθρο, αντικείμενο, είδος, πράγμα;
USER: άρθρο, αντικείμενο, άρθρου, το άρθρο, του άρθρου
GT
GD
C
H
L
M
O
artifacts
/ˈɑː.tɪ.fækt/ = NOUN: τεχνούργημα;
USER: αντικείμενα, εκθέματα, τεχνήματα, έργα τέχνης, τεχνουργήματα
GT
GD
C
H
L
M
O
artificial
/ˌɑː.tɪˈfɪʃ.əl/ = ADJECTIVE: τεχνητός;
USER: τεχνητός, τεχνητή, τεχνητό, τεχνητά, τεχνητές
GT
GD
C
H
L
M
O
as
/əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή;
USER: ως, καθώς, όπως, και, και
GT
GD
C
H
L
M
O
astonishing
/əˈstɒn.ɪ.ʃɪŋ/ = ADJECTIVE: εκπληκτικός;
USER: εκπληκτικός, εκπληκτική, εκπληκτικό, εκπληκτικά, εκπληκτικές
GT
GD
C
H
L
M
O
at
/ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν;
NOUN: παπάκι;
USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
audio
/ˈɔː.di.əʊ/ = USER: audio, ήχου, ήχο, ήχος, ακουστικά
GT
GD
C
H
L
M
O
away
/əˈweɪ/ = ADVERB: μακριά;
NOUN: απών;
USER: μακριά, φιλοξενούμενη, πόδια, σέντρα, περάσει, περάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
back
/bæk/ = ADVERB: πίσω, οπίσω, όπισθεν;
NOUN: πλάτη, βάθος, νώτα, κώλος;
VERB: υποστηρίζω, οπισθοχωρώ;
USER: πίσω, πλάτη, back, πίσω μέρος, επιστροφή, επιστροφή
GT
GD
C
H
L
M
O
bad
/bæd/ = ADJECTIVE: κακός;
USER: κακός, κακή, κακό, κακές, άσχημα
GT
GD
C
H
L
M
O
ball
/bɔːl/ = NOUN: μπάλα, σφαίρα, μπίλια, τόπι, χοροεσπερίδα, χοροεσπερίς;
USER: μπάλα, σφαίρα, πάσα, τη μπάλα, μπάλας
GT
GD
C
H
L
M
O
based
/-beɪst/ = VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση;
USER: βάση, βασίζονται, με βάση, βασίζεται, βάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
be
/biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι;
USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
because
/bɪˈkəz/ = CONJUNCTION: επειδή, διότι;
USER: επειδή, διότι, λόγω, γιατί, γιατί
GT
GD
C
H
L
M
O
become
/bɪˈkʌm/ = VERB: γίνομαι, πάω, καθίσταμαι, αποβαίνω, καταλήγω, αρμόζω;
USER: να γίνει, γίνει, γίνονται, γίνουν, καταστεί, καταστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
becoming
/bɪˈkʌm.ɪŋ/ = ADJECTIVE: ταιριαστός, θελκτικός;
USER: να γίνει, γίνει, όλο και, γίνεται, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
befitting
/bɪˈfɪt/ = ADJECTIVE: αρμόζων;
USER: make-up, αρμόζουν, αρμόζει, που αρμόζει, που αρμόζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
better
/ˈbet.ər/ = ADVERB: καλύτερα, προτιμότερο;
ADJECTIVE: καλύτερος, μεγαλύτερος, καταλληλότερος;
VERB: καλυτερεύω, βελτιώνω;
NOUN: αυτός που στοιχηματίζει;
USER: καλύτερα, καλύτερος, καλύτερη, καλύτερο, καλύτερες
GT
GD
C
H
L
M
O
bias
/ˈbaɪ.əs/ = NOUN: προκατάληψη, κλίση, προτίμηση, δυναμικό πολώσεως;
ADVERB: λοξώς;
VERB: προκαταλαμβάνω, προδιαθέτω, δημιουργώ προκατάληψη;
USER: προκατάληψη, μεροληψία, μεροληψίας, προκαταλήψεις, πόλωσης
GT
GD
C
H
L
M
O
bible
/ˈbaɪ.bl̩/ = NOUN: βίβλος, άγια γραφή;
USER: Αγία Γραφή, Βίβλος, Γραφή, bible, Βίβλο
GT
GD
C
H
L
M
O
bibliomania
= NOUN: βιβλιομανία, πάθος συλλογής βιβλίων;
USER: βιβλιομανία, πάθος συλλογής βιβλίων,
GT
GD
C
H
L
M
O
bibliophile
/ˈbɪb.li.ə.faɪl/ = NOUN: βιβλιόφιλος;
USER: βιβλιόφιλος, βιβλιόφιλου, βιβλιόφιλο, βιβλιοφιλική, bibliophile
GT
GD
C
H
L
M
O
billion
/ˈbɪl.jən/ = NOUN: δισεκατομμύριο;
USER: δισεκατομμύριο, δισ., δισεκατομμύρια, δισεκατομμυρίων, δισ. ευρώ
GT
GD
C
H
L
M
O
billions
/ˈbɪl.jən/ = NOUN: δισεκατομμύριο;
USER: δισεκατομμύρια, δισεκατομμυρίων, τα δισεκατομμύρια, δις, δισ.
GT
GD
C
H
L
M
O
books
/bʊk/ = NOUN: βιβλίο;
VERB: εγγράφω;
USER: βιβλία, τα βιβλία, βιβλίων, books, βιβλία που, βιβλία που
GT
GD
C
H
L
M
O
brimming
/brɪm/ = VERB: ξεχειλίζω;
USER: ξεχειλίζει, γεμάτο, γεμάτα, ξεχειλίζει από, γεμάτοι
GT
GD
C
H
L
M
O
building
/ˈbɪl.dɪŋ/ = NOUN: κτίριο, οικοδομή;
USER: κτίριο, κτιρίου, κτήριο, οικοδόμηση, κτηρίου
GT
GD
C
H
L
M
O
business
/ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση;
USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχείρησή, επιχειρήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
businesses
/ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση;
USER: επιχειρήσεις, επιχειρήσεων, τις επιχειρήσεις, οι επιχειρήσεις, των επιχειρήσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
but
/bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις;
PREPOSITION: εκτός;
USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η
GT
GD
C
H
L
M
O
by
/baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό;
ADVERB: δίπλα, πλησίον;
USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον
GT
GD
C
H
L
M
O
called
/kɔːl/ = VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι;
USER: που ονομάζεται, ονομάζεται, καλείται, ονομάζονται, κάλεσε, κάλεσε
GT
GD
C
H
L
M
O
can
/kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές;
USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
capabilities
/ˌkāpəˈbilitē/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα;
USER: δυνατότητες, ικανότητες, δυνατοτήτων, ικανοτήτων, τις δυνατότητες
GT
GD
C
H
L
M
O
change
/tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή;
VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω;
USER: αλλαγή, μεταβολή, αλλάξετε, αλλάξει, αλλάξουν
GT
GD
C
H
L
M
O
changed
/tʃeɪndʒd/ = VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω;
USER: άλλαξε, αλλάξει, άλλαξαν, αλλάζει, μεταβληθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
cheering
/ˈtʃɪə.rɪŋ/ = NOUN: επευφημίες, ζητωκραυγή;
ADJECTIVE: ενθαρρυντικός;
USER: επευφημίες, ενθαρρυντικός, πανηγυρίζουν, φωνάζει το όνομα, φωνάζει το όνομα του
GT
GD
C
H
L
M
O
chinese
/ˈtʃaɪ.nə/ = NOUN: κινέζικα, Κινέζος;
ADJECTIVE: κινέζικος, σινικός;
USER: κινέζικα, Κινέζος, κινέζικο, κινεζική, chinese
GT
GD
C
H
L
M
O
chunk
/tʃʌŋk/ = NOUN: μεγάλο κομμάτι, χόνδρος τεμάχιο;
USER: μεγάλο κομμάτι, κομμάτι, χοντρό κομμάτι, τεμάχια κηρήθρας
GT
GD
C
H
L
M
O
cities
/ˈsɪt.i/ = NOUN: πόλη, μεγαλούπολη, άστυ;
USER: πόλεις, πόλεων, τις πόλεις, πόλεις της, πόλεις της
GT
GD
C
H
L
M
O
climate
/ˈklaɪ.mət/ = NOUN: κλίμα;
USER: κλίμα, κλίματος, του κλίματος, κλιματική, κλιματικής
GT
GD
C
H
L
M
O
collector
/kəˈlek.tər/ = NOUN: συλλέκτης, εισπράκτορας, εισπράκτωρ;
USER: συλλέκτης, συλλέκτη, συλλογής, συλλεκτών, συλλεκτικά
GT
GD
C
H
L
M
O
common
/ˈkɒm.ən/ = ADJECTIVE: κοινός, συνηθισμένος, ομαδικός, πρόστυχος;
NOUN: βοσκότοπος;
USER: κοινός, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών, κοινών
GT
GD
C
H
L
M
O
companies
/ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή;
USER: εταιρείες, επιχειρήσεις, εταιρίες, οι εταιρείες, εταιρειών
GT
GD
C
H
L
M
O
conference
/ˈkɒn.fər.əns/ = NOUN: διάσκεψη, συνδιάσκεψη, σύσκεψη;
USER: διάσκεψη, συνδιάσκεψη, συνέδριο, συνέντευξη, διάσκεψης
GT
GD
C
H
L
M
O
conversation
/ˌkɒn.vəˈseɪ.ʃən/ = NOUN: συνομιλία, συζήτηση, κουβέντα, συνδιάλεξη, συνδιάλλαξη;
USER: συνομιλία, συζήτηση, κουβέντα, συνομιλίας, συζήτησης, συζήτησης
GT
GD
C
H
L
M
O
country
/ˈkʌn.tri/ = NOUN: χώρα, πατρίδα, εξοχή, ύπαιθρος, πατρίς;
ADJECTIVE: εξοχικός, χωριάτικος;
USER: χώρα, χώρας, χωρών, τη χώρα, χώρες
GT
GD
C
H
L
M
O
covets
/ˈkʌv.ɪt/ = VERB: επιθυμώ, εποφθαλμιώ, λιμπίζομαι, ορέγομαι;
USER: εποφθαλμιά, ποθεί την, covets, ποθεί,
GT
GD
C
H
L
M
O
created
/kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω;
USER: Δημιουργία, δημιουργήθηκε, δημιουργείται, δημιουργούνται, δημιούργησε, δημιούργησε
GT
GD
C
H
L
M
O
crowd
/kraʊd/ = NOUN: πλήθος, όχλος;
VERB: συνοστίζομαι, στοιβάζω, στριμώχνω, συνωστίζομαι, συνωστίζω;
USER: πλήθος, πλήθους, κοινό, κόσμος, όχλος, όχλος
GT
GD
C
H
L
M
O
crowds
/kraʊd/ = NOUN: πλήθος, όχλος;
VERB: συνοστίζομαι, στοιβάζω, στριμώχνω, συνωστίζομαι, συνωστίζω;
USER: πλήθη, τα πλήθη, αγώνα, πλήθος, πολυκοσμία
GT
GD
C
H
L
M
O
crying
/ˈkraɪ.ɪŋ/ = ADJECTIVE: κλαίων;
NOUN: κλαυθμός;
USER: κλαίων, κλάμα, κλαίει, να κλαίει, κλαίνε
GT
GD
C
H
L
M
O
curate
/ˈkjʊə.rət/ = NOUN: βοηθός ιερέα;
USER: βοηθός ιερέα, εφημέριου, επιμεληθούν, επιμελούνται, curate
GT
GD
C
H
L
M
O
day
/deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα;
USER: ημέρα, μέρα, την ημέρα, ημέρας, ημερών, ημερών
GT
GD
C
H
L
M
O
days
/deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα;
USER: ημέρες, μέρες, ημερών, τις μέρες, ημέρα, ημέρα
GT
GD
C
H
L
M
O
deadly
/ˈded.li/ = ADVERB: θανάσιμα;
ADJECTIVE: θανατηφόρος, θανάσιμος, φονικός, αμείλικτος, αδυσώπητος;
USER: θανάσιμα, θανατηφόρος, θανάσιμος, θανατηφόρα, θανατηφόρο
GT
GD
C
H
L
M
O
deafening
/ˈdef.ən.ɪŋ/ = VERB: κουφαίνω;
USER: εκκωφαντική, εκκωφαντικό, εκκωφαντικός, εκκωφαντικές, εκκωφαντικών
GT
GD
C
H
L
M
O
decorate
/ˈdek.ə.reɪt/ = VERB: διακοσμώ, χρωματίζω, στολίζω, κοσμώ, παρασημοφορώ;
USER: διακοσμώ, διακοσμήσετε, διακοσμήσει, διακοσμήσουν, διακοσμούν
GT
GD
C
H
L
M
O
determines
/dɪˈtɜː.mɪn/ = VERB: καθορίζω, προσδιορίζω, υπολογίζω, ορίζω, πείθω;
USER: καθορίζει, προσδιορίζει, ορίζει, καθορίζει την, καθορίζει το
GT
GD
C
H
L
M
O
devoted
/dɪˈvəʊ.tɪd/ = ADJECTIVE: αφιερωμένος;
USER: αφιερωμένος, αφιερωμένο, αφιερωμένη, αφιερώνεται, αφιερωθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
digital
/ˈdɪdʒ.ɪ.təl/ = ADJECTIVE: ψηφιακό, ψηφιακός;
USER: ψηφιακό, ψηφιακός, ψηφιακή, ψηφιακής, ψηφιακών
GT
GD
C
H
L
M
O
disease
/dɪˈziːz/ = NOUN: ασθένεια, νόσος, νόσημα, αρρώστια;
USER: νόσος, ασθένεια, νόσημα, νόσου, νόσο
GT
GD
C
H
L
M
O
don
/dɒn/ = NOUN: υφηγητής, κύριος;
USER: don, Δεν, Δον, Ντον, φορά, φορά
GT
GD
C
H
L
M
O
down
/daʊn/ = ADVERB: κάτω, χάμω;
NOUN: χνούδι, πούπουλο;
USER: κάτω, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορισμό, καθορίζονται, καθορίζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
dress
/dres/ = NOUN: φόρεμα, φουστάνι, ενδυμασία;
VERB: ντύνω, ενδύω, ενδύομαι;
USER: φόρεμα, ντυσίματα, ντύσει, ντύνονται, ντύνομαι
GT
GD
C
H
L
M
O
editions
/ɪˈdɪʃ.ən/ = NOUN: έκδοση;
USER: εκδόσεις, εκδόσεων, τις εκδόσεις, Editions, Διοργανώσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
electricity
/ilekˈtrisitē,ˌēlek-/ = NOUN: ηλεκτρισμός;
USER: ηλεκτρισμός, ηλεκτρικής ενέργειας, ηλεκτρική ενέργεια, ηλεκτρισμού, ηλεκτρικής
GT
GD
C
H
L
M
O
emotions
/ɪˈməʊ.ʃən/ = NOUN: συγκίνηση;
USER: συναισθήματα, συγκινήσεις, συναισθημάτων, τα συναισθήματα, συναισθήματά
GT
GD
C
H
L
M
O
enchanting
/enˈCHant/ = ADJECTIVE: μαγευτικός;
USER: μαγευτικός, μαγευτική, μαγευτικό, γοητευτικό, μαγευτικά
GT
GD
C
H
L
M
O
english
/ˈɪŋ.ɡlɪʃ/ = ADJECTIVE: αγγλικός;
NOUN: Εγγλέζος;
USER: english, αγγλικά, αγγλική, Πρώτα αγγλικά, Αγγλικα, Αγγλικα
GT
GD
C
H
L
M
O
enigma
/ɪˈnɪɡ.mə/ = NOUN: αίνιγμα;
USER: αίνιγμα, Enigma, αινίγματος
GT
GD
C
H
L
M
O
enough
/ɪˈnʌf/ = ADVERB: αρκετά;
ADJECTIVE: αρκετός, κάμποσος;
USER: αρκετά, αρκετός, αρκετό, αρκετή, αρκεί, αρκεί
GT
GD
C
H
L
M
O
entrepreneur
/ˌɒn.trə.prəˈnɜːr/ = USER: επιχειρηματίας, επιχειρηματία, επιχειρηματίες, επιχειρηματιών
GT
GD
C
H
L
M
O
epic
/ˈep.ɪk/ = NOUN: έπος;
ADJECTIVE: επικός;
USER: έπος, επικός, επική, επικό, επικές
GT
GD
C
H
L
M
O
etched
/etʃ/ = VERB: χαράσσω με οξύ;
USER: χαραγμένο, χαραγμένες, χαραγμένα, χαράζονται, χαράζεται,
GT
GD
C
H
L
M
O
ever
/ˈev.ər/ = ADVERB: πάντα, πάντοτε, καμιά φορά, ενίοτε;
USER: πάντα, ποτέ, συνεχώς, ολοένα, όλο, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
excited
/ɪkˈsaɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: ερεθισμένος;
USER: ερεθισμένος, ενθουσιασμένοι, ενθουσιασμένος, συγκινημένος, ενθουσιασμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
exhibits
/ɪɡˈzɪb.ɪt/ = NOUN: έκθεμα, πειστήριο;
USER: εκθέματα, εκθεμάτων, τα εκθέματα, εκθέματα που, παρουσιάζει
GT
GD
C
H
L
M
O
explains
/ɪkˈspleɪn/ = VERB: εξηγώ, διερμηνεύω;
USER: εξηγεί, εξηγεί ο, εξηγείται, διευκρινίζει
GT
GD
C
H
L
M
O
exquisitely
/ɪkˈskwɪz.ɪt/ = USER: εξαίσια, εξαιρετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
fall
/fɔːl/ = NOUN: πτώση, φθινόπωρο, άλωση, πέσιμο;
VERB: πέφτω;
USER: πτώση, εμπίπτουν, πέσει, εμπίπτει, πέφτουν
GT
GD
C
H
L
M
O
fascinated
/ˈfasəˌnāt/ = ADJECTIVE: γοητευμένος, μαγεμένος;
USER: γοητευμένος, συναρπάσει, γοητευμένοι, γοητεύεται, fascinated
GT
GD
C
H
L
M
O
firm
/fɜːm/ = NOUN: εταιρεία, φίρμα, εμπορικός οίκος;
ADJECTIVE: σταθερός, σφιχτός;
USER: εταιρεία, επιχείρηση, επιχείρησης, σταθερή, εταιρείας
GT
GD
C
H
L
M
O
first
/ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first;
USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι
GT
GD
C
H
L
M
O
five
/faɪv/ = USER: five-, five;
USER: πέντε, από πέντε
GT
GD
C
H
L
M
O
food
/fuːd/ = NOUN: τροφή, φαί, μωρός;
USER: τροφή, τροφίμων, τρόφιμα, των τροφίμων, φαγητό, φαγητό
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
forms
/fɔːm/ = NOUN: μορφή, φόρμα, σχήμα, τύπος, τρόπος, έντυπο υπόδειγμα;
VERB: σχηματίζω, διαμορφώνω, συγκροτώ, μορφώ;
USER: έντυπα, μορφές, εντύπων, φόρμες, μορφών
GT
GD
C
H
L
M
O
from
/frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά;
USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη
GT
GD
C
H
L
M
O
full
/fʊl/ = ADJECTIVE: γεμάτος, χορτάτος, άρτιος, μεστός;
VERB: γναφεύω, καθαρίζω και ετοιμάζω υφάσματα;
USER: γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρης, πλήρες, πλήρες
GT
GD
C
H
L
M
O
future
/ˈfjuː.tʃər/ = ADJECTIVE: μελλοντικός, μέλλων;
NOUN: μέλλοντας, μέλλο;
USER: μελλοντικός, μέλλον, μελλοντική, μελλοντικές, μελλοντικών
GT
GD
C
H
L
M
O
geeky
GT
GD
C
H
L
M
O
get
/ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω;
USER: πάρετε, να, πάρει, να πάρει, να πάρετε
GT
GD
C
H
L
M
O
gets
/ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω;
USER: παίρνει, γίνεται, παίρνει το, ανθρώπους, προσελκύει
GT
GD
C
H
L
M
O
giant
/ˈdʒaɪ.ənt/ = NOUN: γίγαντας, γίγας;
ADJECTIVE: θεόρατος;
USER: γίγαντας, γίγαντα, γιγαντιαίο, γιγαντιαία, γιγάντιο
GT
GD
C
H
L
M
O
gives
/ɡɪv/ = VERB: δίνω, δίδω;
USER: δίνει, δίδει, παρέχει, εκδίδει, σας δίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
glass
/ɡlɑːs/ = NOUN: ποτήρι, ύαλος, κάτοπτρο, φακός, ποτήριο, γυαλλί;
USER: ποτήρι, γυαλί, γυαλιού, γυάλινο, υάλου
GT
GD
C
H
L
M
O
global
/ˈɡləʊ.bəl/ = ADJECTIVE: καθολικός, σφαιρικός;
USER: παγκόσμια, παγκόσμιο, παγκόσμιων, παγκόσμιες, παγκόσμιας
GT
GD
C
H
L
M
O
glowing
/ˈɡləʊ.ɪŋ/ = ADJECTIVE: λαμπερός, φλογερός;
USER: λαμπερός, λαμπερό, ανάβει, καμμένος, λαμπερή
GT
GD
C
H
L
M
O
glows
/ɡləʊ/ = VERB: λάμπω, φέγγω, πυρακτούμαι;
USER: λάμπει, ανάβει, λάμψεις, ανάβει με, καίγεται
GT
GD
C
H
L
M
O
go
/ɡəʊ/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω;
USER: πάω, πηγαίνω, πάει, πάτε, πάνε, πάνε
GT
GD
C
H
L
M
O
goal
/ɡəʊl/ = NOUN: τέρμα, γκολ, τελικός σκοπός;
USER: γκολ, τέρμα, στόχος, στόχο, στόχου
GT
GD
C
H
L
M
O
good
/ɡʊd/ = ADJECTIVE: καλός, αγαθός;
USER: καλός, καλή, καλό, καλής, καλά, καλά
GT
GD
C
H
L
M
O
grade
/ɡreɪd/ = NOUN: βαθμός, τάξη, βαθμολογία;
VERB: βαθμολογώ;
USER: βαθμός, τάξη, βαθμολογία, βαθμού, ποιότητας
GT
GD
C
H
L
M
O
grueling
/ˈɡruː.ə.lɪŋ/ = ADJECTIVE: εξαντλητικός, κουραστικός;
USER: κουραστικός, εξαντλητικός, εξαντλητικές, εξαντλητική, εξαντλητικό
GT
GD
C
H
L
M
O
gutenberg
= USER: Gutenberg, Γουτεμβέργιου, του Γουτεμβέργιου, Γκούτενμπεργκ
GT
GD
C
H
L
M
O
harnessing
= VERB: ετοιμάζω ίππον, προσδένω, χρησιμοποιώ;
USER: αξιοποίηση, τιθάσευση,
GT
GD
C
H
L
M
O
has
/hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
have
/hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε
GT
GD
C
H
L
M
O
he
/hiː/ = PRONOUN: αυτός;
USER: αυτός, που, ότι, ο, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
helmet
/ˈhel.mət/ = NOUN: κράνος, περικεφαλαία;
USER: κράνος, κράνους, περικεφαλαία, το κράνος, κρανών
GT
GD
C
H
L
M
O
her
/hɜːr/ = PRONOUN: αυτήν, αυτή, αυτής, δικό της, δικός της;
USER: αυτήν, της, την
GT
GD
C
H
L
M
O
hidden
/ˈhɪd.ən/ = ADJECTIVE: μυστικός, κεκρυμμένος;
USER: κρυμμένο, κρυφή, κρυμμένα, κρυφές, κρυφό
GT
GD
C
H
L
M
O
high
/haɪ/ = ADJECTIVE: υψηλός, μέγας, έξοχος;
ADVERB: ψηλά;
USER: υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό
GT
GD
C
H
L
M
O
him
/hɪm/ = PRONOUN: αυτόν;
USER: αυτόν, τον, του, σουτ, σουτ
GT
GD
C
H
L
M
O
himself
/hɪmˈself/ = NOUN: λόφος;
USER: ίδιος, εαυτό, τον εαυτό, ο ίδιος, τον εαυτό του
GT
GD
C
H
L
M
O
his
/hɪz/ = PRONOUN: του, αυτού, δικός του, ιδικός του, ιδικός του
GT
GD
C
H
L
M
O
holds
/həʊld/ = NOUN: αμπάρι, κύτος, κράτηση, πιάσιμο;
VERB: κρατώ, κατέχω, συγκρατώ, διατηρώ, βαστάζω, πιάνω;
USER: κατέχει, έχει, κάτοχος, κατέχει το, κρατά
GT
GD
C
H
L
M
O
hope
/həʊp/ = NOUN: ελπίδα;
VERB: ελπίζω, ευελπιστώ;
USER: ελπίδα, ελπίζω, ελπίζουμε, ελπίζουν, ελπίσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
hours
/aʊər/ = NOUN: ώρα;
USER: ώρες, ωρών, ώρα, νύχτα, ώρες την, ώρες την
GT
GD
C
H
L
M
O
how
/haʊ/ = ADVERB: πως;
CONJUNCTION: πως, πόσον;
USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο
GT
GD
C
H
L
M
O
human
/ˈhjuː.mən/ = ADJECTIVE: ανθρώπινος;
USER: ανθρώπινος, ανθρώπινη, ανθρωπίνων, ανθρώπινα, ανθρώπινο
GT
GD
C
H
L
M
O
hunger
/ˈhʌŋ.ɡər/ = NOUN: πείνα;
VERB: πεινώ;
USER: πείνα, πείνας, την πείνα, της πείνας, η πείνα
GT
GD
C
H
L
M
O
hysterical
/hɪˈster.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: υστερικός;
USER: υστερικός, υστερική, υστερικό, υστερικές, υστερικά
GT
GD
C
H
L
M
O
i
/aɪ/ = PRONOUN: εγώ;
USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ
GT
GD
C
H
L
M
O
idea
/aɪˈdɪə/ = NOUN: ιδέα;
USER: ιδέα, ιδέα για, ιδέας, την ιδέα, η ιδέα, η ιδέα
GT
GD
C
H
L
M
O
if
/ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου;
USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
illustrated
/ˈɪl.ə.streɪt/ = VERB: διευκρινίζω, εικονογραφώ, επεξηγώ;
USER: απεικονίζεται, εικονογραφημένα, εικονογραφημένο, εικονίζεται, απεικονίζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
imagination
/ɪˌmædʒ.ɪˈneɪ.ʃən/ = NOUN: φαντασία;
USER: φαντασία, τη φαντασία, φαντασίας, η φαντασία
GT
GD
C
H
L
M
O
imagine
/ɪˈmædʒ.ɪn/ = VERB: φαντάζομαι;
USER: φαντάζομαι, φανταστείτε, φανταστεί κανείς, φανταστούμε, φανταστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
importantly
/ɪmˈpɔː.tənt/ = USER: σημαντικό, σημαντικότερο, κυρίως, κυριότερο, σημαντικό είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
in
/ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα;
USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον
GT
GD
C
H
L
M
O
including
/ɪnˈkluː.dɪŋ/ = PREPOSITION: συμπεριλαμβανομένου;
USER: συμπεριλαμβανομένου, συμπεριλαμβανομένων, συμπεριλαμβανομένης, όπως οι εξής, συμπεριλαμβανομένων των
GT
GD
C
H
L
M
O
influential
/ˌinflo͞oˈenCHəl/ = ADJECTIVE: με επιρροή, ισχυρός, σημαίνων;
USER: με επιρροή, ισχυρός, επιρροή, σημαίνοντες, ισχυρό
GT
GD
C
H
L
M
O
intellectual
/ˌintlˈekCHo͞oəl/ = ADJECTIVE: διανοούμενος, διανοητικός, νοερός;
USER: πνευματικής, πνευματική, διανοητικής, διανοητική, την πνευματική
GT
GD
C
H
L
M
O
intensity
/ɪnˈten.sɪ.ti/ = NOUN: ένταση, σφοδρότητα, σφοδρότης;
USER: ένταση, έντασης, ένταση της, την ένταση, η ένταση
GT
GD
C
H
L
M
O
into
/ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις;
USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη
GT
GD
C
H
L
M
O
inventor
/ɪnˈven.tər/ = NOUN: εφευρετής;
USER: εφευρέτης, εφευρέτη, εφευρέτες
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
it
/ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό;
USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
its
/ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του;
USER: του, της, τους, τους
GT
GD
C
H
L
M
O
itself
/ɪtˈself/ = PRONOUN: εαυτό, αυτό κάθε αυτό;
USER: εαυτό, ίδια, ίδιο, η ίδια, μόνη
GT
GD
C
H
L
M
O
jay
/dʒeɪ/ = NOUN: κίσσα, καρακάξα, πολυλογάς;
USER: κίσσα, πολυλογάς, καρακάξα, Jay, τον Jay
GT
GD
C
H
L
M
O
job
/dʒɒb/ = NOUN: εργασία, δουλειά, θέση, επάγγελμα, ιώβ;
VERB: διαπραγματεύομαι αξίες;
ADJECTIVE: υπομονετικός άνθρωπος;
USER: δουλειά, εργασία, θέση, εργασίας, θέσεων εργασίας
GT
GD
C
H
L
M
O
just
/dʒʌst/ = ADVERB: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, κυριολεκτικά;
ADJECTIVE: δίκαιος, ακριβής, ορθός, πρέπων, δικαιολογημένος;
USER: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, μόνο, ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
language
/ˈlæŋ.ɡwɪdʒ/ = NOUN: γλώσσα;
USER: γλώσσα, γλώσσας, γλωσσών, γλώσσες, γλωσσικές, γλωσσικές
GT
GD
C
H
L
M
O
languages
/ˈlæŋ.ɡwɪdʒ/ = NOUN: γλώσσα;
USER: γλώσσες, γλωσσών, γλώσσα, γλώσσες που, γλώσσες της
GT
GD
C
H
L
M
O
largest
/lɑːdʒ/ = USER: Η μεγαλύτερη, μεγαλύτερη, μεγαλύτερο, μεγαλύτερος, μεγαλύτερες, μεγαλύτερες
GT
GD
C
H
L
M
O
latin
/ˈlæt.ɪn/ = NOUN: λατινικά, Λατίνος;
ADJECTIVE: λατινικός;
USER: λατινικά, latin, Λατινική, της Λατινικής, λατινικούς
GT
GD
C
H
L
M
O
laughter
/ˈlɑːf.tər/ = NOUN: γέλιο;
USER: γέλιο, το γέλιο, γέλια, γέλιου
GT
GD
C
H
L
M
O
law
/lɔː/ = NOUN: νόμος, νομική, δίκαιο νομικής;
ADJECTIVE: νομικός;
USER: νόμος, νομική, δικαίου, δίκαιο, νόμου
GT
GD
C
H
L
M
O
leaders
/ˈliː.dər/ = NOUN: ηγέτης, καθοδηγητής, πρωτεργάτης, οδηγητής;
USER: ηγέτες, οι ηγέτες, ηγετών, τους ηγέτες, ηγέτες της
GT
GD
C
H
L
M
O
learn
/lɜːn/ = VERB: μαθαίνω, μανθάνω, πηδώ;
USER: μάθετε, μαθαίνουν, να μάθουν, μάθουν, μάθει, μάθει
GT
GD
C
H
L
M
O
learned
/ˈlɜː.nɪd/ = ADJECTIVE: πολυμαθής, μάθητος;
USER: αντλήθηκαν, μάθει, έμαθε, έμαθαν, έμαθα, έμαθα
GT
GD
C
H
L
M
O
learning
/ˈlɜː.nɪŋ/ = NOUN: vzdělání, studium, učenost, vědomost;
USER: μάθηση, μάθησης, εκμάθηση, εκμάθησης, μαθησιακές, μαθησιακές
GT
GD
C
H
L
M
O
lent
/lent/ = NOUN: σαρακοστή, τεσσαρακοστή;
USER: δάνεισε, δανείσει, δάνεισαν, δανείζονται, χρησιδανείου, χρησιδανείου
GT
GD
C
H
L
M
O
let
/let/ = USER: let-, let, may, I wish, let, αφήνω, επιτρέπω, ενοικιάζω, αφίνω;
NOUN: μίσθωση, κώλυμα;
USER: ας, αφήσει, αφήστε, επιτρέψτε, αφήσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
levy
/ˈlev.i/ = NOUN: είσπραξη, στρατολογία;
VERB: στρατολογώ, εισπράττω;
USER: εισφοράς, εισφορά, εισφοράς που, εισφορά κατά, εισφορά που
GT
GD
C
H
L
M
O
library
/ˈlaɪ.brər.i/ = ADJECTIVE: βιβλιοθήκη;
USER: βιβλιοθήκη, βιβλιοθήκης, Library, βιβλιοθηκών, της βιβλιοθήκης
GT
GD
C
H
L
M
O
life
/laɪf/ = NOUN: ζωή, βίος;
USER: ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, η ζωή, η ζωή
GT
GD
C
H
L
M
O
like
/laɪk/ = CONJUNCTION: σαν;
VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν;
ADJECTIVE: όμοιος;
ADVERB: καθώς, αφάνταστα;
USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η
GT
GD
C
H
L
M
O
likely
/ˈlaɪ.kli/ = ADJECTIVE: πιθανός, αρμοδιότης;
USER: πιθανός, πιθανό, ενδέχεται, πιθανόν, πιθανότητες
GT
GD
C
H
L
M
O
listen
/ˈlɪs.ən/ = VERB: ακούω, αφουγκράζομαι, προσέχω, ακροώμαι;
USER: ακούω, ακούσετε, να ακούσετε, ακούσουν, ακούτε, ακούτε
GT
GD
C
H
L
M
O
literally
/ˈlɪt.ər.əl.i/ = USER: κυριολεκτικά, στην κυριολεξία, κυριολεξία, γράμμα, κυριολεκτικά να
GT
GD
C
H
L
M
O
loudly
/ˈlaʊd.li/ = ADVERB: δυνατά;
USER: δυνατά, μεγαλόφωνα
GT
GD
C
H
L
M
O
lucky
/ˈlʌk.i/ = ADJECTIVE: τυχερός, καλότυχος;
USER: τυχερός, τυχεροί, τυχερό, τυχερή, τυχερούς
GT
GD
C
H
L
M
O
machine
/məˈʃiːn/ = NOUN: μηχανή;
USER: μηχανή, μηχάνημα, μηχανής, μηχανήματος, ρούχων
GT
GD
C
H
L
M
O
mania
/ˈmeɪ.ni.ə/ = NOUN: μανία, τρέλα, τρέλλα;
USER: μανία, Mania, μανίας, Μάνια, της μανίας
GT
GD
C
H
L
M
O
manias
/ˈmeɪ.ni.ə/ = NOUN: μανία, τρέλα, τρέλλα;
USER: Μανιάς, Manias είναι, μανίες, Manias, αποκτούν δαιμονομανία,
GT
GD
C
H
L
M
O
many
/ˈmen.i/ = ADJECTIVE: πολοί;
USER: πολλά, πολλές, πολλοί, πολλούς, πολλών, πολλών
GT
GD
C
H
L
M
O
marvel
/ˈmɑː.vəl/ = NOUN: θαύμα;
VERB: θαυμάζω, απορώ;
USER: θαύμα, Marvel, θαυμάστε, θαύματος, της Marvel
GT
GD
C
H
L
M
O
mathematics
/ˌmæθˈmæt.ɪks/ = NOUN: μαθηματικά;
USER: μαθηματικά, μαθηματικών, τα μαθηματικά, των μαθηματικών
GT
GD
C
H
L
M
O
maybe
/ˈmeɪ.bi/ = ADVERB: ίσως, μήπως, πιθανώς;
USER: ίσως, ίσως και, ίσως να, μήπως
GT
GD
C
H
L
M
O
million
/ˈmɪl.jən/ = USER: million-, million, εκατομμύριο;
USER: εκατομμύριο, εκατομμύρια, εκατ., εκατ. ευρώ, εκατομμυρίων
GT
GD
C
H
L
M
O
millions
/ˈmɪl.jən/ = USER: εκατομμύρια, εκατομμυρίων, τα εκατομμύρια, εκατ.
GT
GD
C
H
L
M
O
more
/mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο;
ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος;
USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο
GT
GD
C
H
L
M
O
most
/məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον;
ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος;
NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα;
USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι
GT
GD
C
H
L
M
O
moveable
/ˈmo͞ovəb(ə)l/ = ADJECTIVE: κινητός;
USER: κινητός, κινητά, κινητό, κινητών, κινητή,
GT
GD
C
H
L
M
O
much
/mʌtʃ/ = ADVERB: πολύ;
ADJECTIVE: πολύς;
USER: πολύ, πολλά, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλο μέρος, μεγάλο μέρος
GT
GD
C
H
L
M
O
music
/ˈmjuː.zɪk/ = NOUN: μουσική;
USER: μουσική, μουσικής, τη μουσική, μουσικά, μουσικού
GT
GD
C
H
L
M
O
must
/mʌst/ = USER: must-, must, ought, have to, must, ought, μούστος, γλεύκος;
USER: πρέπει, πρέπει να, must, οφείλει, σταφυλιών, σταφυλιών
GT
GD
C
H
L
M
O
my
/maɪ/ = PRONOUN: můj;
USER: μου, My, μου xo.gr, μου Η, μου Η
GT
GD
C
H
L
M
O
myself
/maɪˈself/ = PRONOUN: εγώ ο ίδιος;
USER: εγώ ο ίδιος, εαυτό μου, τον εαυτό μου, ίδιος, ο ίδιος
GT
GD
C
H
L
M
O
named
/neɪm/ = VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω;
USER: το όνομα, όνομα, που ονομάζεται, ονομάζεται, το όνομά
GT
GD
C
H
L
M
O
native
/ˈneɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: ντόπιος, ιθαγενής, εγχώριος, γενέθλιος, έμφυτος, ατόφιος;
USER: ντόπιος, Native, μητρική, φυσική, εγγενή, εγγενή
GT
GD
C
H
L
M
O
net
/net/ = ADVERB: καθαρά;
NOUN: δίχτυ, δίκτυο, απόχη, νέτος;
ADJECTIVE: καθαρός, χωρίς έκπτωση, εκκαθαρισμένος;
VERB: αλιεύω, καθαρίζω, ξεκαθαρίζω, ρίχνω δίχτυ, έχω καθαρό κέρδος, κάνω δίκτυο, ψαρεύω;
USER: καθαρά, δίχτυ, καθαρός, δίκτυο, καθαρό
GT
GD
C
H
L
M
O
new
/njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος;
USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες
GT
GD
C
H
L
M
O
not
/nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη;
USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
now
/naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν;
USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
of
/əv/ = PREPOSITION: του, από;
USER: από, του, της, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
okay
/ˌəʊˈkeɪ/ = NOUN: καλά;
VERB: εγκρίνω;
USER: καλά, εντάξει, okay, πειράζει, εντάξει για
GT
GD
C
H
L
M
O
old
/əʊld/ = ADJECTIVE: παλιός, παλαιός, ηλικιωμένος, γέρικος, χρόνιος, γεροντικός;
NOUN: γέρος, γριά;
USER: γριά, παλαιός, παλιός, παλιά, παλιό, παλιό
GT
GD
C
H
L
M
O
on
/ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις;
ADVERB: κατά συνέχεια;
USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
one
/wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις;
USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια
GT
GD
C
H
L
M
O
opportunity
/ˌɒp.əˈtjuː.nə.ti/ = NOUN: ευκαιρία, δυνατότητα;
USER: ευκαιρία, δυνατότητα, ευκαιρία για, την ευκαιρία, ευκαιρίας
GT
GD
C
H
L
M
O
or
/ɔːr/ = CONJUNCTION: ή;
USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την
GT
GD
C
H
L
M
O
other
/ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος;
USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους
GT
GD
C
H
L
M
O
others
/ˈʌð.ər/ = USER: άλλοι, άλλα, άλλους, άλλων, άλλες
GT
GD
C
H
L
M
O
our
/aʊər/ = PRONOUN:
GT
GD
C
H
L
M
O
own
/əʊn/ = PRONOUN: ίδιος, ιδικός μου;
VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω;
USER: δική, τη δική, δικό, το δικό, δικές, δικές
GT
GD
C
H
L
M
O
pandemonium
/ˌpandəˈmōnēəm/ = NOUN: πανδαιμόνιο;
USER: πανδαιμόνιο, το πανδαιμόνιο, πανδαιμόνιου, πανζουρλισμό, pandemonium
GT
GD
C
H
L
M
O
panels
/ˈpæn.əl/ = NOUN: πίνακας, φάτνωμα, κατάλογος ένορκων;
USER: πάνελ, πίνακες, συλλέκτες, πλάκες, πινάκων
GT
GD
C
H
L
M
O
parents
/ˈpeə.rənt/ = NOUN: γονείς;
USER: γονείς, τους γονείς, οι γονείς, γονέων, γονιών, γονιών
GT
GD
C
H
L
M
O
part
/pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος;
VERB: χωρίζω, χωρίζομαι;
USER: μέρος, τμήμα, είδους, μέλος, πλαίσιο, πλαίσιο
GT
GD
C
H
L
M
O
passion
/ˈpæʃ.ən/ = NOUN: πάθος, παραφορά, σφοδρό αίσθημα, ντέρτι;
USER: πάθος, το πάθος, πάθους, μεράκι
GT
GD
C
H
L
M
O
patents
/ˈpeɪ.tənt/ = NOUN: ευρεσιτεχνία, προνόμιο εφευρέσεως;
USER: διπλώματα ευρεσιτεχνίας, τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, πατέντες, ευρεσιτεχνίας, διπλώματα
GT
GD
C
H
L
M
O
pay
/peɪ/ = NOUN: πληρωμή, μισθός, μισθοδοσία;
VERB: πληρώνω, προσφέρω;
USER: πληρωμή, δικαστικά, πληρώσει, καταβάλει, πληρώνουν, πληρώνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
people
/ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς;
VERB: κατοικίζω;
USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι
GT
GD
C
H
L
M
O
percent
/pəˈsent/ = ADVERB: τοις εκατό;
NOUN: εκατοστιαία;
USER: τοις εκατό, εκατό, ποσοστό, τοις εκατό από, εκατοστιαίες μονάδες
GT
GD
C
H
L
M
O
perfect
/ˈpɜː.fekt/ = ADJECTIVE: τέλειος, απόλυτος;
NOUN: παρακείμενος;
VERB: τελειοποιώ, τελειώ;
USER: τέλειος, τέλεια, τέλειο, ιδανικό, ιδανική
GT
GD
C
H
L
M
O
photos
/ˈfəʊ.təʊ/ = NOUN: φωτογραφία;
USER: Φωτογραφίες, εικόνες, φωτογραφιών
GT
GD
C
H
L
M
O
piped
/gas/ = VERB: αυλώ, συρίζω, διοχετεύω διά σωλήνων, εφοδιάζω με σωλήνας;
USER: σωληνώσεων, μέσω σωληνώσεων, διοχετευθεί, διοχετεύεται, διοχετεύεται με σωλήνες,
GT
GD
C
H
L
M
O
please
/pliːz/ = VERB: παρακαλώ, ευχαριστώ, αρέσω, αρέσκω, ευαρεστώ, τέρπω, ευχαριστούμαι;
USER: παρακαλώ, παρακαλούμε, παρακαλούμε να, παρακαλείστε, παρακαλείσθε
GT
GD
C
H
L
M
O
point
/pɔɪnt/ = NOUN: σημείο, μύτη, άκρη, ακμή, προκείμενο;
USER: σημείο, στοιχείο, το σημείο, σημείου, σημείου
GT
GD
C
H
L
M
O
post
/pəʊst/ = NOUN: θέση, ταχυδρομείο, στύλος, σταθμός, κολόνα, πόστο;
VERB: τοποθετώ, ταχυδρομώ, τοιχοκολώ;
USER: θέση, καταχωρήσετε, δημοσιεύσετε, μετά, δημοσίευση
GT
GD
C
H
L
M
O
poverty
/ˈpɒv.ə.ti/ = NOUN: φτώχεια, ανέχεια, εξαθλίωση, πτώχεια, απορία, κακομοιριά;
USER: φτώχεια, φτώχειας, της φτώχειας, τη φτώχεια, η φτώχεια
GT
GD
C
H
L
M
O
practice
/ˈpræk.tɪs/ = NOUN: πρακτική, πράξη, άσκηση, εξάσκηση, συνήθεια, χρήση, πείρα, έθιμο, πελατεία, μάθηση;
VERB: εξασκώ, ασκούμαι, εφαρμόζω;
USER: πρακτική, πράξη, εξάσκηση, πρακτικής, πρακτικών
GT
GD
C
H
L
M
O
prepare
/prɪˈpeər/ = VERB: προετοιμάζω, ετοιμάζω, παρασκευάζω, προπαρασκευάζω;
USER: προετοιμασία, προετοιμάσει, την προετοιμασία, προετοιμάζει, προετοιμάσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
priceless
/ˈpraɪs.ləs/ = ADJECTIVE: ανεκτίμητος, αδιατίμητος;
USER: ανεκτίμητος, ανεκτίμητη, ανεκτίμητο, ανεκτίμητα, ανεκτίμητης αξίας
GT
GD
C
H
L
M
O
priceline
= USER: κρατήσεις ξενοδοχείων, κρατήσεις, priceline
GT
GD
C
H
L
M
O
private
/ˈpraɪ.vət/ = ADJECTIVE: ιδιωτικός, προσωπικός, ιδιαίτερος, μυστικός;
NOUN: απλός στρατιώτης;
USER: ιδιωτικός, ιδιωτικό, ιδιωτική, ιδιωτικού, ιδιωτικών
GT
GD
C
H
L
M
O
problem
/ˈprɒb.ləm/ = NOUN: πρόβλημα, προβληματισμός;
USER: πρόβλημα, προβλήματος, ζήτημα, το πρόβλημα, πρόβλημα που, πρόβλημα που
GT
GD
C
H
L
M
O
problems
/ˈprɒb.ləm/ = NOUN: πρόβλημα, προβληματισμός;
USER: προβλήματα, τα προβλήματα, προβλημάτων, προβλήματα που, προβλημάτων που, προβλημάτων που
GT
GD
C
H
L
M
O
prolific
/prəˈlɪf.ɪk/ = ADJECTIVE: γόνιμος, εύκαρπος;
USER: γόνιμος, παραγωγικός, πολυγραφότατος, παραγωγικούς, πληθωρική
GT
GD
C
H
L
M
O
property
/ˈprɒp.ə.ti/ = NOUN: ιδιοκτησία, ιδιότητα, περιουσία, κυριότητα, ιδιότης, κυριότης;
USER: ιδιοκτησία, περιουσία, ιδιότητα, κυριότητα, ιδιοκτησίας
GT
GD
C
H
L
M
O
pulling
/po͝ol/ = USER: τράβηγμα, τραβώντας, το τράβηγμα, έλξης, αμυντικών
GT
GD
C
H
L
M
O
pushing
/ˈpʊʃ.ɪŋ/ = ADJECTIVE: δραστήριος, ζόρικος;
USER: πιέζοντας, σπρώχνοντας, ωθώντας, ωθεί, πιέζει
GT
GD
C
H
L
M
O
put
/pʊt/ = VERB: βάζω, θέτω, βάλλω;
USER: που, θέσει, να θέσει, βάλει, τεθεί, τεθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
rapture
/ˈræp.tʃər/ = NOUN: έκσταση, αγαλλίαση;
ADJECTIVE: ενθουσιασμένος;
USER: έκσταση, αγαλλίαση, Rapture, αρπαγή, αρπαγής
GT
GD
C
H
L
M
O
re
/riː/ = PREPOSITION: σχετικά με, περί, επί του θέματός του;
NOUN: ρε;
USER: εκ νέου, ξανά, την εκ νέου, νέου, πάλι, πάλι
GT
GD
C
H
L
M
O
read
/riːd/ = NOUN: ανάγνωση;
VERB: διαβάζω, ερμηνεύω, αναγιγνώσκω;
USER: ανάγνωση, διαβάζω, διαβάσετε, διαβάστε, διαβάσει, διαβάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
real
/rɪəl/ = ADJECTIVE: πραγματικός;
NOUN: έμπρακτα, ρεάλι;
USER: πραγματικός, πραγματικό, πραγματική, πραγματικά, πραγματικές, πραγματικές
GT
GD
C
H
L
M
O
recording
/rɪˈkɔː.dɪŋ/ = NOUN: εγγραφή, αναγραφή, φωνοληψία;
USER: εγγραφή, εγγραφής, καταγραφή, καταγραφής, ελέγχου, ελέγχου
GT
GD
C
H
L
M
O
reframe
/rēˈfrām/ = USER: reframe, εντάξουμε, reframe το, Το Reframe
GT
GD
C
H
L
M
O
rehearsing
/rɪˈhɜːs/ = VERB: επαναλαμβάνω, επαναλέγω, προβάρω, κάνω δοκιμάς;
USER: πρόβες, πρόβα, κάνοντας πρόβες, κάνουν πρόβες, τις πρόβες
GT
GD
C
H
L
M
O
religious
/rɪˈlɪdʒ.əs/ = ADJECTIVE: θρησκευτικός, θρήσκος, φιλόθρησκος, θεοσεβούμενος;
USER: θρησκευτικός, θρησκευτικές, θρησκευτική, θρησκευτικών, θρησκευτικής
GT
GD
C
H
L
M
O
represents
/ˌrep.rɪˈzent/ = VERB: εκπροσωπώ, αντιπροσωπεύω, παρουσιάζω, παριστάνω, συμβολίζω;
USER: αντιπροσωπεύει, αντιπροσωπεύει το, παριστάνει, εκπροσωπεί, αποτελεί
GT
GD
C
H
L
M
O
roaring
/ˈrɔː.rɪŋ/ = NOUN: φλοίσβος;
ADJECTIVE: θορυβώδης, βρυχώμενος;
USER: φλοίσβος, θορυβώδης, βρυχάται, βρυμένος, ωρύονται, ωρύονται
GT
GD
C
H
L
M
O
roughly
/ˈrʌf.li/ = ADVERB: βάναυσως, τραχέως;
USER: περίπου, χονδρικά, προσέγγιση, κατά προσέγγιση, σχεδόν
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
sais
/ˌʒə.nə.seɪˈkwɑː/ = USER: sais, ΑΟΕ, ΑΕΟ, ανώτατα όργανα ελέγχου, ανώτατων οργάνων ελέγχου
GT
GD
C
H
L
M
O
sake
/seɪk/ = NOUN: χάρη, χατίρι, αιτία, σκοπός, γιαπωνέζικο ποτό, είδος ιαπωνικού ποτού;
USER: χάρη, λόγους, χάριν, καλό, όνομα
GT
GD
C
H
L
M
O
satellite
/ˈsæt.əl.aɪt/ = NOUN: δορυφόρος;
USER: δορυφόρος, δορυφορική, δορυφορικά, δορυφορικής, δορυφόρου
GT
GD
C
H
L
M
O
say
/seɪ/ = VERB: λέγω;
USER: πω, λένε, πει, να πω, πείτε, πείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
says
/seɪ/ = USER: λέει, λέει ο, λέει η, λέει η
GT
GD
C
H
L
M
O
scale
/skeɪl/ = NOUN: κλίμακα, ζυγαριά, κλίμαξ, λέπι, πλάστιγγα, ιεράρχηση, λέπιο;
VERB: σκαλώνω, αναρριχώμαι;
USER: κλίμακα, κλίμακας, μέγεθος, διαστάσεων, ζυγαριά
GT
GD
C
H
L
M
O
school
/skuːl/ = NOUN: σχολείο, σχολή, κοπάδι ψάρια, πλήθος ιχθύων;
VERB: εκπαιδεύω, παιδαγωγώ;
USER: σχολείο, σχολή, σχολείου, το σχολείο, σχολική, σχολική
GT
GD
C
H
L
M
O
science
/saɪəns/ = NOUN: επιστήμη;
USER: επιστήμη, επιστήμης, της επιστήμης, την επιστήμη, επιστημονικής
GT
GD
C
H
L
M
O
score
/skɔːr/ = NOUN: σκορ, αποτέλεσμα, εντομή, εικοσάς, λογαριασμός;
VERB: σκοράρω, χαρακώνω, χαράσσω, σημειώ, επικρίνω;
USER: σκορ, αποτέλεσμα, όρος αποτελεσμάτων, όρος βαθμολογίας, όρος βαθμολογίας με
GT
GD
C
H
L
M
O
screaming
/skriːm/ = NOUN: σκούξιμο;
USER: σκούξιμο, ουρλιάζοντας, ουρλιάζει, φωνάζουν, κραυγάζει
GT
GD
C
H
L
M
O
second
/ˈsek.ənd/ = USER: second-, second, δεύτερος;
NOUN: δευτερόλεπτο, πρόταση, μάρτυς μονομαχίας;
VERB: υποστηρίζω, σιγοντάρω;
USER: δεύτερος, δευτερόλεπτο, δεύτερο, δεύτερη, δεύτερης
GT
GD
C
H
L
M
O
served
/sɜːv/ = VERB: υπηρετώ, σερβίρω, εξυπηρετώ, χρησιμεύω;
USER: εξυπηρετείται, σερβίρεται, εξυπηρετούνται, υπηρέτησε, σερβίρονται
GT
GD
C
H
L
M
O
shares
/ʃeər/ = NOUN: μερίδια, μέτοχος;
USER: μερίδια, μετοχών, μετοχές, μεριδίων, συμμερίζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
she
/ʃiː/ = PRONOUN: αυτή, εκείνη;
USER: αυτή, εκείνη, που, ότι, ίδια
GT
GD
C
H
L
M
O
shirt
/ʃɜːt/ = NOUN: πουκάμισο, υποκάμισο;
USER: πουκάμισο, shirt, φανέλα, μπλούζα, μπλουζάκι, μπλουζάκι
GT
GD
C
H
L
M
O
should
/ʃʊd/ = USER: θα πρέπει να, πρέπει, πρέπει να, θα πρέπει, θα έπρεπε, θα έπρεπε
GT
GD
C
H
L
M
O
shuns
/ʃʌn/ = VERB: αποφεύγω, υπεκφεύγω;
USER: Shuns,
GT
GD
C
H
L
M
O
single
/ˈsɪŋ.ɡl̩/ = ADJECTIVE: μονόκλινο, μόνος, άγαμος, χωριστός, ανύπανδρος;
VERB: ξεχωρίζω;
USER: μονόκλινο, μόνο, ενιαία, ενιαίο, ενιαίας
GT
GD
C
H
L
M
O
skeleton
/ˈskel.ɪ.tən/ = NOUN: σκελετός;
USER: σκελετός, σκελετό, σκελετού
GT
GD
C
H
L
M
O
slight
/slaɪt/ = ADJECTIVE: μικρός, ελαφρός, ασήμαντος, λεπτός;
NOUN: παραμέληση, παράβλεψη;
VERB: αψηφώ, παραβλέπω, παραμελώ, προσβάλλω;
USER: ελαφρός, μικρός, ελαφρά, μικρή, μικρές
GT
GD
C
H
L
M
O
snag
/snæɡ/ = ADJECTIVE: κολοβός;
NOUN: απροσδόκητο εμπόδιο, κλάδος δένδρου, εξέχων δόντι;
USER: κολοβός, απροσδόκητο εμπόδιο, SNAG, εμπλοκή
GT
GD
C
H
L
M
O
so
/səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω;
CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν;
USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε
GT
GD
C
H
L
M
O
solve
/sɒlv/ = VERB: λύνω, επιλύω, λύω;
USER: επίλυση, την επίλυση, επιλύσει, λύσει, να λύσει
GT
GD
C
H
L
M
O
solving
/sɒlv/ = VERB: λύνω, επιλύω, λύω;
USER: επίλυση, την επίλυση, επίλυσης, την επίλυση των, επίλυση των
GT
GD
C
H
L
M
O
sort
/sɔːt/ = NOUN: είδος;
VERB: ταξινομώ, διαλέγω;
USER: είδος, Ταξινόμηση, είδους, ταξινόμησης, Ανά
GT
GD
C
H
L
M
O
southeast
/ˌsaʊθˈiːst/ = NOUN: νοτιοανατολικός άνεμος;
USER: νοτιοανατολικά, χλμ νοτιοανατολικά
GT
GD
C
H
L
M
O
space
/speɪs/ = NOUN: χώρος, διάστημα, τόπος;
VERB: αραιώνω;
USER: διάστημα, χώρος, χώρο, χώρου, κόπηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
speak
/spiːk/ = VERB: μιλώ, ομιλώ, κουβεντιάζω;
USER: μιλώ, μιλούν, μιλήσει, μιλήσω, μιλήσουν, μιλήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
speakers
/ˈspiː.kər/ = NOUN: ομιλητής, μεγάφωνο, ρήτωρ, πρόεδρος βουλής;
USER: ηχεία, ομιλητές, ομιλητών, ηχείων, τα ηχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
speaking
/-spiː.kɪŋ/ = NOUN: ομιλία, ομιλών;
USER: ομιλία, μιλώντας, γραμμές, μιλάει, ομιλίας, ομιλίας
GT
GD
C
H
L
M
O
species
/ˈspiː.ʃiːz/ = NOUN: είδος, γένος;
USER: είδος, είδη, ειδών, είδους, τα είδη
GT
GD
C
H
L
M
O
spine
/spaɪn/ = NOUN: σπονδυλική στήλη, ράχη, άκανθα, κέντρο;
USER: σπονδυλική στήλη, ράχη, σπονδυλικής στήλης, της σπονδυλικής στήλης, μοίρας της σπονδυλικής στήλης
GT
GD
C
H
L
M
O
sports
/spɔːts/ = NOUN: αθλητισμός;
USER: αθλητισμός, σπορ, αθλητικών, αθλήματα, αθλητικά
GT
GD
C
H
L
M
O
stage
/steɪdʒ/ = NOUN: στάδιο, φάση, σκηνή, εξέδρα, λεωφορείο, παλκοσενικό;
VERB: αναβιβάζω επί της σκηνής, σκηνοθετώ;
USER: στάδιο, φάση, σκηνή, σταδίου, το στάδιο
GT
GD
C
H
L
M
O
star
/stɑːr/ = NOUN: αστέρι, άστρο, πρωταγωνιστής, αστήρ;
VERB: πρωταγωνιστώ;
USER: αστέρι, αστέρων, ξενοδοχείων
GT
GD
C
H
L
M
O
start
/stɑːt/ = NOUN: αρχή, ξεκίνημα, εκκίνηση, εξάφνισμα;
VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι;
USER: αρχή, εκκίνηση, ξεκίνημα, ξεκινήσει, αρχίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
stormtrooper
= NOUN: λοκατζής;
USER: Stormtrooper,
GT
GD
C
H
L
M
O
student
/ˈstjuː.dənt/ = NOUN: φοιτητής, σπουδαστής;
USER: φοιτητής, σπουδαστής, σπουδαστών, φοιτητή, μαθητή, μαθητή
GT
GD
C
H
L
M
O
students
/ˈstjuː.dənt/ = NOUN: φοιτητόκοσμος;
USER: φοιτητές, μαθητές, οι μαθητές, σπουδαστές, μαθητών, μαθητών
GT
GD
C
H
L
M
O
studies
/ˈstədē/ = NOUN: σπουδές;
USER: σπουδές, μελέτες, μελετών, σπουδών, μελέτες που, μελέτες που
GT
GD
C
H
L
M
O
stuff
/stʌf/ = NOUN: υλικό, ύλη, ανοησίες, ύφασμα, πανί;
VERB: παραγεμίζω, βαλσαμώνω, γεμίζω;
ADJECTIVE: άχρηστος;
USER: υλικό, πράγματα, ουσία, τα πράγματα, stuff, stuff
GT
GD
C
H
L
M
O
t
/tiː/ = USER: t, τ, Μ, τόνο, ί
GT
GD
C
H
L
M
O
table
/ˈteɪ.bl̩/ = NOUN: τραπέζι, τράπεζα, πίναξ;
ADJECTIVE: επιτραπέζιος;
VERB: θέτω επί τη τράπεζα, αναβάλλω συζήτηση;
USER: τραπέζι, πίνακα, πίνακας, πίνακα που, επιτραπέζια
GT
GD
C
H
L
M
O
taken
/ˈteɪ.kən/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω;
USER: λαμβάνονται, λαμβάνεται, ληφθεί, ελήφθησαν, που, που
GT
GD
C
H
L
M
O
taking
/tāk/ = NOUN: λήψη, κατάληψη;
ADJECTIVE: ελκυστικός, λαμβάνων;
USER: λήψη, λαμβάνοντας, τη λήψη, λαμβανομένων, λαμβάνουν, λαμβάνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
talk
/tɔːk/ = NOUN: ομιλία, κουβέντα, συνδιάλεξη;
VERB: μιλώ, συνομιλώ, κουβεντιάζω, ομιλώ;
USER: μιλήστε, μιλούν, μιλήσετε, μιλάμε, μιλήσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
teacher
/ˈtiː.tʃər/ = NOUN: δάσκαλος, διδάσκαλος, διδασκάλισσα;
USER: δάσκαλος, εκπαιδευτικών, δάσκαλο, δασκάλου, των εκπαιδευτικών, των εκπαιδευτικών
GT
GD
C
H
L
M
O
ted
/ted/ = VERB: απλώνω χόρτα, ξυραίνω χόρτα;
USER: ted, το TED, με το TED, του TED, Τεντ
GT
GD
C
H
L
M
O
teenagers
/ˈtēnˌājər/ = NOUN: νεάρα, νέος 13-19 ετών, νέα 13-19 ετών;
USER: έφηβοι, εφήβους, εφήβων, οι έφηβοι, τους εφήβους
GT
GD
C
H
L
M
O
tens
= NOUN: δεκάδα;
USER: δεκάδες, δεκάδων
GT
GD
C
H
L
M
O
test
/test/ = NOUN: δοκιμή, εξέταση, κριτήριο, εξετάσεις, όστρακο, μέσο δοκιμής;
VERB: δοκιμάζω;
USER: δοκιμή, εξέταση, δοκιμής, δοκιμών, δοκιμασία, δοκιμασία
GT
GD
C
H
L
M
O
than
/ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά;
USER: από, παρά, των, από το, από το
GT
GD
C
H
L
M
O
thank
/θæŋk/ = VERB: ευχαριστώ;
USER: ευχαριστώ, ευχαριστήσω, ευχαριστήσω τον, ευχαριστούμε, ευχαριστήσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
that
/ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως;
ADVERB: τόσο;
PRONOUN: εκείνος, όστις;
USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
their
/ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους;
USER: τους, του, τους για, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
them
/ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς;
USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά
GT
GD
C
H
L
M
O
there
/ðeər/ = ADVERB: εκεί;
USER: εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει, υπάρξει
GT
GD
C
H
L
M
O
things
/θɪŋ/ = NOUN: πράγμα;
USER: τα πράγματα, πράγματα, πράγματα που, πραγμάτων, δραστηριότητες, δραστηριότητες
GT
GD
C
H
L
M
O
think
/θɪŋk/ = VERB: νομίζω, σκέπτομαι, φρονώ, κρίνω, συλλογίζομαι;
USER: νομίζω, ότι, σκεφτείτε, σκέφτονται, νομίζετε, νομίζετε
GT
GD
C
H
L
M
O
third
/θɜːd/ = USER: third-, third;
USER: τρίτος, τρίτες, τρίτο, τρίτη, τρίτων, τρίτων
GT
GD
C
H
L
M
O
this
/ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος;
USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα
GT
GD
C
H
L
M
O
those
/ðəʊz/ = PRONOUN: tamti;
USER: εκείνοι, εκείνους, εκείνες, αυτές, εκείνων, εκείνων
GT
GD
C
H
L
M
O
thousands
/ˈθaʊ.zənd/ = NOUN: χιλιάδα;
USER: χιλιάδες, χιλιάδων, χιλ., χιλ.
GT
GD
C
H
L
M
O
three
/θriː/ = USER: three-, three, three;
USER: τρία, τρείς, τρεις, τριών, τα τρία, τα τρία
GT
GD
C
H
L
M
O
time
/taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός;
VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω;
USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή
GT
GD
C
H
L
M
O
tingling
/ˈspaɪnˌtɪŋ.lɪŋ/ = VERB: καίω, τσούζω, πονώ ελαφρώς, αισθάνομαι πόνον κρυολογήματος;
USER: μυρμήγκιασμα, τσούξιμο, μούδιασμα, μυρμηκίαση, φαγούρα
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
touch
/tʌtʃ/ = NOUN: επαφή, αφή, άγγιγμα, μικρή ποσότητα, μικρή ποσότης;
VERB: αγγίζω, ακουμπώ, εγγίζω, αφορώ, συγκινώ, άπτομαι;
USER: αγγίζετε, αγγίξτε, αγγίξετε, αγγίξει, αγγίζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
tour
/tʊər/ = NOUN: περιήγηση, περιοδεία, εκδρομή, γύρος, ταξίδι;
VERB: περιοδεύω;
USER: περιοδεία, περιήγηση, εκδρομή, γύρος, περιήγηση με
GT
GD
C
H
L
M
O
transcript
/ˈtræn.skrɪpt/ = NOUN: αντίγραφο;
USER: αντίγραφο, πρακτικά, μεταγραφή, μεταγραφής, απομαγνητοφώνηση
GT
GD
C
H
L
M
O
trying
/ˈtraɪ.ɪŋ/ = ADJECTIVE: δύσκολος, κουραστικός;
USER: προσπαθώντας, προσπαθεί, προσπάθεια, προσπαθούν, προσπαθούμε
GT
GD
C
H
L
M
O
tsunami
/tsuːˈnɑː.mi/ = USER: τσουνάμι, το τσουνάμι, tsunami, παλιρροϊκό κύμα
GT
GD
C
H
L
M
O
turning
/ˈtɜː.nɪŋ/ = NOUN: στροφή;
ADJECTIVE: περιστροφικός;
USER: στροφή, καμπής, στρέφονται, μετατρέποντας, μετατροπή
GT
GD
C
H
L
M
O
twenty
/ˈtwen.ti/ = USER: twenty-, twenty;
USER: είκοσι, εικοστή, από είκοσι, εικοστό
GT
GD
C
H
L
M
O
twice
/twaɪs/ = ADVERB: δυο φορές;
USER: δυο φορές, δύο φορές, δύο φορές την, διπλάσιο, φορές, φορές
GT
GD
C
H
L
M
O
two
/tuː/ = USER: two-, two;
USER: δυο, δύο, τα δύο, τα δύο
GT
GD
C
H
L
M
O
type
/taɪp/ = NOUN: τύπος, τυπογραφικό στοιχείο;
VERB: δακτυλογραφώ;
USER: τύπος, τύπου, τύπο, είδος, τον τύπο
GT
GD
C
H
L
M
O
under
/ˈʌn.dər/ = PREPOSITION: υπό, κάτω από, υποκάτω;
ADVERB: από κάτω;
USER: υπό, κάτω από, πλαίσιο, βάσει, στο πλαίσιο, στο πλαίσιο
GT
GD
C
H
L
M
O
unimaginable
/ˌənəˈmaj(ə)nəbəl/ = ADJECTIVE: αφάνταστος;
USER: αφάνταστος, αφάνταστη, αδιανόητο, αδιανόητη, αφάνταστες
GT
GD
C
H
L
M
O
universal
/ˌyo͞onəˈvərsəl/ = ADJECTIVE: παγκόσμιος, γενικός;
USER: καθολικής, καθολική, καθολικό, την καθολική, καθολικών
GT
GD
C
H
L
M
O
unless
/ənˈles/ = CONJUNCTION: εκτός, εάν, εί μη;
USER: εκτός, εάν, εκτός εάν, εκτός αν, αν
GT
GD
C
H
L
M
O
value
/ˈvæl.juː/ = NOUN: αξία, τιμή, αντίμο;
VERB: εκτιμώ;
USER: αξία, τιμή, αξίας, value, την αξία
GT
GD
C
H
L
M
O
ve
/ -v/ = USER: ve, κο, πάει εκεί, νβ, νβ
GT
GD
C
H
L
M
O
very
/ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και;
ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος;
USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
visions
/ˈvɪʒ.ən/ = NOUN: όραμα, όραση, οπτασία, ενόραση, φάσμα;
VERB: οραματίζομαι;
USER: οράματα, οραμάτων, οράματά, τα οράματα, διατάξεις
GT
GD
C
H
L
M
O
walker
/ˈwɔː.kər/ = NOUN: περιπατητής, στράτα, πεζοπόρος;
USER: περιπατητής, στράτα, Walker, περιπατητή, περπατούρα
GT
GD
C
H
L
M
O
wall
/wɔːl/ = NOUN: τείχος, τοίχος;
VERB: περιτειχίζω;
USER: τοίχος, τείχος, τοίχο, τοίχωμα, τοιχώματος
GT
GD
C
H
L
M
O
want
/wɒnt/ = VERB: θέλω, χρειάζομαι, έχω έλλειψη;
NOUN: ανάγκη, έλλειψη, ένδεια;
USER: θέλω, θέλετε, θέλουν, θέλει, θέλουμε, θέλουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
wars
/wɔːr/ = NOUN: πόλεμος;
VERB: πολεμώ;
USER: πολέμους, πόλεμοι, πολέμων, οι πόλεμοι, τους πολέμους
GT
GD
C
H
L
M
O
washing
/ˈwɒʃ.ɪŋ/ = NOUN: πλύσιμο, πλύση, μπουγάδα, νίψιμο;
USER: πλύσιμο, πλύση, πλυντήριο, πλύσης, πλυσίματος
GT
GD
C
H
L
M
O
watched
/wɒtʃ/ = VERB: παρακολουθώ, προσέχω, φρουρώ, παρατηρώ καλώς, επιτηρώ, επαγρυπνώ;
USER: παρακολούθησαν, παρακολουθούσε, παρακολουθούσαν, παρακολουθείται, παρακολουθήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
way
/weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα;
USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
weeping
/wēp/ = NOUN: κλαυθμός, θρήνος, κλαίων;
USER: κλαυθμός, θρήνος, κλάμα, κλαίγοντας, κλαίει
GT
GD
C
H
L
M
O
went
/went/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω;
USER: πήγε, πήγαν, προχώρησε, πήγα, έπεσε, έπεσε
GT
GD
C
H
L
M
O
what
/wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν;
USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια
GT
GD
C
H
L
M
O
where
/weər/ = CONJUNCTION: όπου;
ADVERB: που;
USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
whose
/huːz/ = PRONOUN: τίνος, ποιανού, γενική του WHO, γενική του WHICH;
USER: των οποίων, των οποίων οι, του οποίου, οποίων, οποίου
GT
GD
C
H
L
M
O
why
/waɪ/ = ADVERB: γιατί;
USER: γιατί, Γιατί να, λόγο, οποίους, τους οποίους, τους οποίους
GT
GD
C
H
L
M
O
wider
/waɪd/ = USER: ευρύτερες, ευρύτερη, ευρύτερου, ευρύτερο, ευρύτερης
GT
GD
C
H
L
M
O
will
/wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη;
VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη;
USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση
GT
GD
C
H
L
M
O
wired
/waɪəd/ = VERB: εφοδιάζω με σύρματα, συνδέω με σύρματα, τηλεγραφώ;
USER: ενσύρματο, ενσύρματη, ενσύρματα, ενσύρματες, ενσύρματη σύνδεση
GT
GD
C
H
L
M
O
with
/wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν;
USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
witness
/ˈwɪt.nəs/ = NOUN: μάρτυρας, μαρτυρία, μάρτυς;
VERB: βλέπω, μαρτυρώ;
USER: μάρτυρας, μαρτυρία, μάρτυρες, βεβαιώσει, παρακολουθήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
word
/wɜːd/ = NOUN: λέξη, λόγος, είδηση;
VERB: διατυπώ, εκφράζω διά λέξεων;
USER: λέξη, λέξης, λεκτικό, λόγο, κειμένου, κειμένου
GT
GD
C
H
L
M
O
world
/wɜːld/ = NOUN: κόσμος, υφήλιος, σύμπαν;
USER: κόσμος, κόσμο, κόσμου, παγκοσμίως, παγκόσμια, παγκόσμια
GT
GD
C
H
L
M
O
worldwide
/ˌwɜːldˈwaɪd/ = ADJECTIVE: παγκόσμιος;
USER: παγκόσμιος, όλο τον κόσμο, σε όλο τον κόσμο, παγκοσμίως, παγκόσμια
GT
GD
C
H
L
M
O
worth
/wɜːθ/ = NOUN: αξία;
ADJECTIVE: άξιος, αξίζων, αυτός που αξίζει;
USER: αξία, αξίζει, αξίας, αξίζει να, αξίζει και, αξίζει και
GT
GD
C
H
L
M
O
would
/wʊd/ = USER: would-, will, would, shall;
USER: θα, θα ήταν, κάνατε, θα μπορούσε, θα μπορούσε
GT
GD
C
H
L
M
O
write
/raɪt/ = VERB: γράφω, συνθέτω, συγγράφω;
USER: γράφω, γράφετε, γράφετε e, γράψετε, γράψει, γράψει
GT
GD
C
H
L
M
O
year
/jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος;
USER: έτος, έτους, χρόνο, το έτος, περίοδο, περίοδο
GT
GD
C
H
L
M
O
years
/jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος;
USER: χρόνια, έτη, ετών, χρονών, χρονών
GT
GD
C
H
L
M
O
yelling
/jel/ = NOUN: δυνατή φωνή;
USER: δυνατή φωνή, φωνάζοντας, φωνές, φωνάζει, να φωνάζει
GT
GD
C
H
L
M
O
you
/juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ;
USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που
GT
GD
C
H
L
M
O
your
/jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj;
USER: σας, σου, σας για, το, το
373 words